Anonymous

εὐτεχνία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτεχνία''': ἡ, [[ἐμπειρία]] ἐν τῇ τέχνῃ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 34, Λουκ. Ἑρμότ. 20, Ἀνθ. Πλαν. 5. 142.
|lstext='''εὐτεχνία''': ἡ, [[ἐμπειρία]] ἐν τῇ τέχνῃ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 34, Λουκ. Ἑρμότ. 20, Ἀνθ. Πλαν. 5. 142.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />habileté, industrie ; savoir <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὔτεχνος]].
}}
}}