εὐμεταχείριστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμεταχείριστος''': -ον, ὃν εὐκόλως μεταχειρίζεταί τις, εὐκολοκυβέρνητος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἰσοκρ. 410D, Πλάτ. Φαῖδρ. 420Α, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 20: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9· [[χρεία]] εὐμ. πρὸς τὸ ζῆν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 8. 2) [[εὐδιοίκητος]], Θουκ. 6. 85, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 15.
|lstext='''εὐμεταχείριστος''': -ον, ὃν εὐκόλως μεταχειρίζεταί τις, εὐκολοκυβέρνητος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἰσοκρ. 410D, Πλάτ. Φαῖδρ. 420Α, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 20: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9· [[χρεία]] εὐμ. πρὸς τὸ ζῆν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 8. 2) [[εὐδιοίκητος]], Θουκ. 6. 85, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à manier, maniable, traitable, facile;<br /><b>2</b> facile à maîtriser, à vaincre;<br /><i>Cp.</i> εὐμεταχειριστότερος, <i>Sp.</i> εὐμεταχειριστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μεταχειρίζω]].
}}
}}