εὐψυχία: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐψῡχία''': ἡ, καλὸν θάρρος, [[γενναιότης]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 326, Εὐρ. Μήδ. 402, Θουκ. 1. 121, κ. ἀλλ.· ἀντίθετον τῷ [[κακοψυχία]], Πλάτ. Νόμ. 791C.
|lstext='''εὐψῡχία''': ἡ, καλὸν θάρρος, [[γενναιότης]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 326, Εὐρ. Μήδ. 402, Θουκ. 1. 121, κ. ἀλλ.· ἀντίθετον τῷ [[κακοψυχία]], Πλάτ. Νόμ. 791C.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bon courage, courage, assurance.<br />'''Étymologie:''' [[εὔψυχος]].
}}
}}