θεῖον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεῖον''': Ἐπ. [[θέειον]] καὶ ([[ἅπαξ]]) [[θήϊον]], τό, θειάφι, Λατ. sulfur, ἐν χρήσει πρὸς [[κάπνισμα]] καὶ ἐξάγνισιν (πρβλ. [[θειόω]]), [[δέπας]]... ἐκάθηρε θεείῳ Ἰλ. Π. 228· [[οἶσε]] [[θέειον]].., κακῶν [[ἄκος]] Ὀδ. Χ. 481· ἤνεικεν δ’ ἄρα πῦρ καὶ [[θήϊον]] Χ. 493· δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται [[ὀδμή]], ἐκ κεραυνοῦ, Ἰλ. Ξ. 415, πρβλ. Θ. 135· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίου πληγέντος ὑπὸ κεραυνοῦ, θεείου [[πλῆτο]], μὲ καπνοὺς ἐκ θείου, Ὀδ. Μ. 417· πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 284· ― θ. ἄπυρον, ἦτο φυσικὸν [[θεῖον]], κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ παρεσκευασμένου, [[ὅπερ]] λέγεται πεπυρωμένον, Τίμ. Λοκρ. 99C, Διοσκ. 5. 124. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸν τύπον [[θέειον]], ὅ ἐ. θέϝειον, ὡς τὸν πρῶτον, καὶ ἀναφέρει αὐτὸν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν τὸ θύω, Λατ. fumus, ἴδε ἐν λ. θύω).
|lstext='''θεῖον''': Ἐπ. [[θέειον]] καὶ ([[ἅπαξ]]) [[θήϊον]], τό, θειάφι, Λατ. sulfur, ἐν χρήσει πρὸς [[κάπνισμα]] καὶ ἐξάγνισιν (πρβλ. [[θειόω]]), [[δέπας]]... ἐκάθηρε θεείῳ Ἰλ. Π. 228· [[οἶσε]] [[θέειον]].., κακῶν [[ἄκος]] Ὀδ. Χ. 481· ἤνεικεν δ’ ἄρα πῦρ καὶ [[θήϊον]] Χ. 493· δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται [[ὀδμή]], ἐκ κεραυνοῦ, Ἰλ. Ξ. 415, πρβλ. Θ. 135· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίου πληγέντος ὑπὸ κεραυνοῦ, θεείου [[πλῆτο]], μὲ καπνοὺς ἐκ θείου, Ὀδ. Μ. 417· πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 284· ― θ. ἄπυρον, ἦτο φυσικὸν [[θεῖον]], κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ παρεσκευασμένου, [[ὅπερ]] λέγεται πεπυρωμένον, Τίμ. Λοκρ. 99C, Διοσκ. 5. 124. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸν τύπον [[θέειον]], ὅ ἐ. θέϝειον, ὡς τὸν πρῶτον, καὶ ἀναφέρει αὐτὸν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν τὸ θύω, Λατ. fumus, ἴδε ἐν λ. θύω).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br /><b>1</b> soufre;<br /><b>2</b> fumée de soufre.<br />'''Étymologie:''' R. Θυ, être vaporeux ; cf. [[θυμός]], <i>lat.</i> fumus.<br /><span class="bld">2</span><i>neutre ou acc. masc. de</i> [[θεῖος]]²;<br /><i>acc. de</i> [[θεῖος]]¹.
}}
}}