θεοφιλής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοφῐλής''': -ές, ([[φιλέω]]) ἀγαπητὸς τοῖς θεοῖς, τὸ τοῦ Ὁρατίου Diis carus, Ἡρόδ. 1. 87˙ [[πόλις]] Πίνδ. Ι. 6 (5). 96˙ ἀντίθετ. τῷ [[θεομισής]], πόλιν... θεοφιλεστάτην Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 13˙ [[χώρα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 869 (ἐν τῷ ὑπερθ.)˙ τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281˙ ἑορτὴ Ἀριστοφ. Βατρ. 443˙ [[μοῖρα]] Ξεν. Ἀπολ. 32˙ [[ἐπιτήδευμα]] Ἰσοκρ. 166C (ἐν τῷ συγκρ.), πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α˙ ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 382Ε, κ. ἀλλ.: - θεοφιλές ἐστιν, εἰ..., [[σημεῖον]] θείας εὐνοίας εἶνε ἄν..., Πλούτ. 2. 30F. - Ἐπίρρ., θεοφιλῶς [[πράττω]], ἐνεργῶ ὡς οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἢ θέλουσι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 134D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.
|lstext='''θεοφῐλής''': -ές, ([[φιλέω]]) ἀγαπητὸς τοῖς θεοῖς, τὸ τοῦ Ὁρατίου Diis carus, Ἡρόδ. 1. 87˙ [[πόλις]] Πίνδ. Ι. 6 (5). 96˙ ἀντίθετ. τῷ [[θεομισής]], πόλιν... θεοφιλεστάτην Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 13˙ [[χώρα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 869 (ἐν τῷ ὑπερθ.)˙ τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281˙ ἑορτὴ Ἀριστοφ. Βατρ. 443˙ [[μοῖρα]] Ξεν. Ἀπολ. 32˙ [[ἐπιτήδευμα]] Ἰσοκρ. 166C (ἐν τῷ συγκρ.), πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α˙ ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 382Ε, κ. ἀλλ.: - θεοφιλές ἐστιν, εἰ..., [[σημεῖον]] θείας εὐνοίας εἶνε ἄν..., Πλούτ. 2. 30F. - Ἐπίρρ., θεοφιλῶς [[πράττω]], ἐνεργῶ ὡς οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἢ θέλουσι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 134D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aimé des dieux, cher aux dieux;<br /><b>2</b> fortuné, heureux;<br /><i>Cp.</i> θεοφιλέστερος, <i>Sp.</i> θεοφιλέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[φιλέω]].
}}
}}