θησαύρισμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θησαύρισμα''': τό, τὸ ἀποταμιευθέν, [[θησαυρός]], Λατιν. Penus, Σοφ. Φιλ. 37, Εὐρ. Ἠλ. 497, Ἴωνι 1394· ― μεταφ., θησ. Κακῶν Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 500D.
|lstext='''θησαύρισμα''': τό, τὸ ἀποταμιευθέν, [[θησαυρός]], Λατιν. Penus, Σοφ. Φιλ. 37, Εὐρ. Ἠλ. 497, Ἴωνι 1394· ― μεταφ., θησ. Κακῶν Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 500D.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on amasse, trésor, réserve.<br />'''Étymologie:''' [[θησαυρίζω]].
}}
}}