ἱμάσθλη: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμάσθλη''': ῐ, ἡ, (ἱμὰς) τὸ [[λωρίον]] μάστιγος, [[μάστιξ]], Ἰλ. Ψ. 582, Ὀδ. Ν. 82· μεταφ., νηὸς ἱμ., δηλ. τὸ [[πηδάλιον]] πλοίου, Ἀνθ. Π. 6. 28· παρὰ μεταγεν., πᾶν [[λωρίον]], Ὀππ. Κυν. 4. 217.
|lstext='''ἱμάσθλη''': ῐ, ἡ, (ἱμὰς) τὸ [[λωρίον]] μάστιγος, [[μάστιξ]], Ἰλ. Ψ. 582, Ὀδ. Ν. 82· μεταφ., νηὸς ἱμ., δηλ. τὸ [[πηδάλιον]] πλοίου, Ἀνθ. Π. 6. 28· παρὰ μεταγεν., πᾶν [[λωρίον]], Ὀππ. Κυν. 4. 217.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />lanière servant de fouet, fouet.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάσσω]].
}}
}}