καταβλώσκω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβλώσκω''': ποιητ. ἀντὶ [[κατέρχομαι]], [[καταβαίνω]], εἰς ἄστυ καταβλώσκοντα Ὀδ. Π. 466· πόληος [[νόσφι]] κταβλώσκοντας Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 322· ἐπὶ ναυτῶν, Λυκόφρ. 1068 (ἐν τῷ ἀνωμάλῳ μέλλ. -βλώξω)· ― ἐπὶ ποταμοῦ ἢ ῥύακος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 227.
|lstext='''καταβλώσκω''': ποιητ. ἀντὶ [[κατέρχομαι]], [[καταβαίνω]], εἰς ἄστυ καταβλώσκοντα Ὀδ. Π. 466· πόληος [[νόσφι]] κταβλώσκοντας Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 322· ἐπὶ ναυτῶν, Λυκόφρ. 1068 (ἐν τῷ ἀνωμάλῳ μέλλ. -βλώξω)· ― ἐπὶ ποταμοῦ ἢ ῥύακος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 227.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />traverser en courant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βλώσκω]].
}}
}}