καταισθάνομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταισθάνομαι''': ἀποθ., ἐντελῶς ἀντιλαμβάνομαί τινος, τι Σοφ. Ο. Τ. 422.
|lstext='''καταισθάνομαι''': ἀποθ., ἐντελῶς ἀντιλαμβάνομαί τινος, τι Σοφ. Ο. Τ. 422.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2 sbj. 3ᵉ sg.</i> καταίσθῃ;<br />s’apercevoir de, apprendre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰσθάνομαι]].
}}
}}