κατακρεουργέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακρεουργέω''': [[κατατέμνω]] εἰς τεμάχια [[ὅπως]] ὁ [[κρεοπώλης]] ἢ ὁ [[μάγειρος]] τὸ [[κρέας]], Ἡρόδ. 7. 181· κατακρεουργήσαντα τὴν [[ἑαυτοῦ]] γυναῖκα [[καταφαγεῖν]] Ξάνθ. παρ’ Ἀθην. 415D· ξίφει τὸ [[σῶμα]] εἰς πολλὰ τμήματα κατακρεουργούμενοι Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 8, 7.
|lstext='''κατακρεουργέω''': [[κατατέμνω]] εἰς τεμάχια [[ὅπως]] ὁ [[κρεοπώλης]] ἢ ὁ [[μάγειρος]] τὸ [[κρέας]], Ἡρόδ. 7. 181· κατακρεουργήσαντα τὴν [[ἑαυτοῦ]] γυναῖκα [[καταφαγεῖν]] Ξάνθ. παρ’ Ἀθην. 415D· ξίφει τὸ [[σῶμα]] εἰς πολλὰ τμήματα κατακρεουργούμενοι Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 8, 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dépecer comme de la viande.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρεουργέω]].
}}
}}