3,277,649
edits
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάχρῡσος''': -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. [[διάζωμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 13˙- ([[ἐπίχρυσος]], σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, [[περίχρυσος]] δὲ [[χρυσόδετος]], δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[χρυσοῦς]], «χρυσὸς [[ἄνθρωπος]]», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)[[πλούσιος]] εἰς χρυσόν, [[χρυσοφόρος]] γῆ, «κ. [[ψάμμος]], [[ὑπόχρυσος]] γῆ, [[ἐπίχρυσος]] [[κόνις]], χρυσῖτις γῆ» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 97. | |lstext='''κατάχρῡσος''': -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. [[διάζωμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 13˙- ([[ἐπίχρυσος]], σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, [[περίχρυσος]] δὲ [[χρυσόδετος]], δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[χρυσοῦς]], «χρυσὸς [[ἄνθρωπος]]», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)[[πλούσιος]] εἰς χρυσόν, [[χρυσοφόρος]] γῆ, «κ. [[ψάμμος]], [[ὑπόχρυσος]] γῆ, [[ἐπίχρυσος]] [[κόνις]], χρυσῖτις γῆ» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 97. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> en or;<br /><b>2</b> doré.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρυσός]]. | |||
}} | }} |