κατοίησις: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατοίησις''': -εως, ἡ, [[οἴησις]], ἀλαζονικὴ γνώμη ἥν τις περὶ [[ἑαυτοῦ]] ἔχει, Πλούτ. 2. 1119Β.
|lstext='''κατοίησις''': -εως, ἡ, [[οἴησις]], ἀλαζονικὴ γνώμη ἥν τις περὶ [[ἑαυτοῦ]] ἔχει, Πλούτ. 2. 1119Β.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />présomption, orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἴομαι]].
}}
}}