3,274,216
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέρᾰμος''': ὁ, [[χῶμα]] ἢ [[πηλὸς]] [[χρήσιμος]] τῷ κεραμεῖ, Πλάτ. Τίμ. 60D, Ἀριστ., κλ.· κέρ. [[ὠμός]], ἀντίθετ. τῷ ὀπτώμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 7., 4. 6, 6· πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 14. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] κατεσκευασμένον ἐκ τοιούτου χώματος ἢ πηλοῦ, [[οἷον]], 1) πήλινον ἀγγεῖν οἴνου, [[στάμνος]], ἐκ κεράμων [[μέθυ]] πίνετο Ἰλ. Ι. 469, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 96· [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, πήλινα σκεύη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 902, 905, 953, κ. ἀλλ.· κ. ἐσάγεται [[πλήρης]] οἴνου, στάμνοι πλήρεις οἴνου, Ἡρόδ. 3. 6, πρβλ. 5. 88, Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1. 3· ἴδε [[κεραμεύς]], [[κεραμίς]]. 2) «κεραμίδι», Ἀριστοφ. Σφ. 1295 (ἐπὶ τοῦ ὀστράκου χελώνης)· καὶ περιληπτικῶς, οἱ κέραμοι τῆς στέγης, τὰ «κεραμίδια», τοῦ τέγους τὸν κέραμον [[αὐτοῦ]]... χαλάζαις συντρίψομεν Ἀριστοφ. Νεφ. 1127, πρβλ. Ἀποσπ. 129, Θουκ. 2. 4. ΙΙΙ. [[εἱρκτή]], [[φυλακή]], (κατὰ τὸν Σχολ. Κυπρία [[χρῆσις]] τῆς λέξεως), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Ἰλ. Ε. 387· πρβλ. χήραμος. (Πρβλ. Σανσκρ. ←ra (coquere), [[ἴσως]] συγγενὲς τῇ √ΚΡΑ, [[κεράννυμι]]). ― Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 359. | |lstext='''κέρᾰμος''': ὁ, [[χῶμα]] ἢ [[πηλὸς]] [[χρήσιμος]] τῷ κεραμεῖ, Πλάτ. Τίμ. 60D, Ἀριστ., κλ.· κέρ. [[ὠμός]], ἀντίθετ. τῷ ὀπτώμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 7., 4. 6, 6· πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 14. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] κατεσκευασμένον ἐκ τοιούτου χώματος ἢ πηλοῦ, [[οἷον]], 1) πήλινον ἀγγεῖν οἴνου, [[στάμνος]], ἐκ κεράμων [[μέθυ]] πίνετο Ἰλ. Ι. 469, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 96· [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, πήλινα σκεύη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 902, 905, 953, κ. ἀλλ.· κ. ἐσάγεται [[πλήρης]] οἴνου, στάμνοι πλήρεις οἴνου, Ἡρόδ. 3. 6, πρβλ. 5. 88, Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1. 3· ἴδε [[κεραμεύς]], [[κεραμίς]]. 2) «κεραμίδι», Ἀριστοφ. Σφ. 1295 (ἐπὶ τοῦ ὀστράκου χελώνης)· καὶ περιληπτικῶς, οἱ κέραμοι τῆς στέγης, τὰ «κεραμίδια», τοῦ τέγους τὸν κέραμον [[αὐτοῦ]]... χαλάζαις συντρίψομεν Ἀριστοφ. Νεφ. 1127, πρβλ. Ἀποσπ. 129, Θουκ. 2. 4. ΙΙΙ. [[εἱρκτή]], [[φυλακή]], (κατὰ τὸν Σχολ. Κυπρία [[χρῆσις]] τῆς λέξεως), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Ἰλ. Ε. 387· πρβλ. χήραμος. (Πρβλ. Σανσκρ. ←ra (coquere), [[ἴσως]] συγγενὲς τῇ √ΚΡΑ, [[κεράννυμι]]). ― Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 359. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> terre de potier, argile;<br /><b>II.</b> tout objet fabriqué en terre cuite :<br /><b>1</b> vase ; <i>au sg. avec sens collect.</i> vaisselle, poterie;<br /><b>2</b> tuile, brique ; <i>au sg. avec sens collect.</i> poterie;<br /><b>3</b> prison.<br />'''Étymologie:''' R. Κραμ, brûler ; cf. <i>lat.</i> cremo. | |||
}} | }} |