λαιμότμητος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαιμότμητος''': -ον, ἀποκεχωρισμένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ, κεκομμένος, [[κάρα]] Εὐρ. Φοίν. 455· λ. ἄχεα, τὸν λαιμὸν συσφίγγοντα, καταπνίγοντα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054· πρβλ. λαιμότομος.
|lstext='''λαιμότμητος''': -ον, ἀποκεχωρισμένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ, κεκομμένος, [[κάρα]] Εὐρ. Φοίν. 455· λ. ἄχεα, τὸν λαιμὸν συσφίγγοντα, καταπνίγοντα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054· πρβλ. λαιμότομος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> détaché de la gorge;<br /><b>2</b> qui sert la gorge (douleur).<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τμητός]].
}}
}}