3,273,006
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠπάρισσος''': Ἀττ.-ιττος, ἡ, «κυπαρίσσι», Cypressus sempervirens, [[εὐώδης]] Ὀδ. Ε. 64, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 75· ἐλαφρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 126· ῥαδινὰ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 45· ἄρρην καὶ θήλεια Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, κτλ.· ― ἐχρησίμευεν εἰς τὴν ξυλουργίαν ἐν Ἑλλάδι, ὡς καὶ νῦν, ἴδε [[κυπαρίσσινος]]. | |lstext='''κῠπάρισσος''': Ἀττ.-ιττος, ἡ, «κυπαρίσσι», Cypressus sempervirens, [[εὐώδης]] Ὀδ. Ε. 64, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 75· ἐλαφρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 126· ῥαδινὰ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 45· ἄρρην καὶ θήλεια Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, κτλ.· ― ἐχρησίμευεν εἰς τὴν ξυλουργίαν ἐν Ἑλλάδι, ὡς καὶ νῦν, ἴδε [[κυπαρίσσινος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>att.</i> [[κυπάριττος]];<br />cyprès, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG t. médit. d’origine inconnue, <i>myc.</i> ku-pa-ri-se-ja. | |||
}} | }} |