μυρτοχειλίδες: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρτοχειλίδες''': -αἱ, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, [[Πολυδ]]. Β΄, 174.
|lstext='''μυρτοχειλίδες''': -αἱ, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, [[Πολυδ]]. Β΄, 174.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br /><i>labia majora pudendorum</i> LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτον]], [[χεῖλος]].
}}
}}