3,270,287
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μικτός''': -ή, -όν, ([[μίγνυμι]]) μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], [[σύνθετος]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 1114, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἁπλοῦς]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547Ε· μ. ἐκ τούτων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837Β, πρβλ. Διογ. Ἁλ. π. Δημ. 41. | |lstext='''μικτός''': -ή, -όν, ([[μίγνυμι]]) μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], [[σύνθετος]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 1114, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἁπλοῦς]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547Ε· μ. ἐκ τούτων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837Β, πρβλ. Διογ. Ἁλ. π. Δημ. 41. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />mêlé, mélangé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μίγνυμι]]. | |||
}} | }} |