μικτός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μικτός''': -ή, -όν, ([[μίγνυμι]]) μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], [[σύνθετος]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 1114, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἁπλοῦς]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547Ε· μ. ἐκ τούτων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837Β, πρβλ. Διογ. Ἁλ. π. Δημ. 41.
|lstext='''μικτός''': -ή, -όν, ([[μίγνυμι]]) μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], [[σύνθετος]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 1114, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἁπλοῦς]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547Ε· μ. ἐκ τούτων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837Β, πρβλ. Διογ. Ἁλ. π. Δημ. 41.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />mêlé, mélangé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μίγνυμι]].
}}
}}