νυκτιλαθραιοφάγος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτῐλαθραιοφάγος''': -ον, ἐσθίων κρυφίως τὴν νύκτα, Ἀνθ. Π. παράρτημ. 288.
|lstext='''νυκτῐλαθραιοφάγος''': -ον, ἐσθίων κρυφίως τὴν νύκτα, Ἀνθ. Π. παράρτημ. 288.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange la nuit en cachette.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[λαθραῖος]], [[φαγεῖν]].
}}
}}