νηπίαχος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηπίᾰχος''': -ον, Ἐπικ. ὑποκορ. τοῦ [[νήπιος]] (πρβλ. [[νηπύτιος]]), [[νηπιώδης]], Ἰλ. Β. 338, Ζ. 408, Π. 262, Βίων 3. 2, κτλ.· - περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. ὀρτάλιχος, βόστρυχος, κτλ., Κουρτ. Gr. Et. σ. 655.
|lstext='''νηπίᾰχος''': -ον, Ἐπικ. ὑποκορ. τοῦ [[νήπιος]] (πρβλ. [[νηπύτιος]]), [[νηπιώδης]], Ἰλ. Β. 338, Ζ. 408, Π. 262, Βίων 3. 2, κτλ.· - περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. ὀρτάλιχος, βόστρυχος, κτλ., Κουρτ. Gr. Et. σ. 655.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />tout jeune enfant.<br />'''Étymologie:''' [[νήπιος]].
}}
}}