παρθένιος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρθένιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Φοίν. 224˙ ([[παρθένος]])˙ - ὡς τὸ [[παρθένειος]], ὁ ἀνήκων εἰς κορασίδα ἢ παρθένον, [[παρθενικός]], λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην (παρθενικὴν) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 68 Ὀδ. Λ. 245˙ ὄαροι Ἡσ. Θ. 205˙ [[ἔρως]] Ἀνακρ. 11˙ κεφαλὰ Πινδ. Π. 12. 15˙ αἶμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 215˙ χλιδὰ Εὐρ. Φοίν. 224˙ π. θύραι, αἱ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου (Ἀρτέμιδος), Ἀνθ. Π. 6. 202˙ [[παρθένιον]] βλέπειν Ἀνακρ. 4˙ -π. [[αὐλός]], ἴδε [[αὐλός]] Ι. 1. 2) [[παρθένιος]], ὡς τὸ [[παρθενίας]], ὁ υἱὸς ἀγάμου κόρης, ὁ πρὸ τοῦ γάμου τεχθείς, Ἰλ. Π. 180˙ οὕτω, [[παρθενία]] ὠδὶς Πινδ. Ο. 6. 51˙ - [[ἀλλά]], π. [[ἀνήρ]], ὁ [[σύζυγος]] παρθένου, Πλουτ. Πομπ. 74. ΙΙ. μεταφορ., [[καθαρός]], [[ἄμωμος]], [[μάλιστα]] ἐπίθ. τοῦ πηγαίου ὕδατος ὡς ἐν τῇ Λατιν. aqua virgo (πρβλ. [[νύμφη]] ΙΙ. 3), Rebunk. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 99, π. μύρτα, ἐπὶ τῶν λευκῶν [[μύρτων]], Ἀριστοφάν. Ὄρν. 1099. ΙΙΙ. π. γῆ, [[γαῖα]], Samia terra, γῆ τις ἐν Σάμῳ εὑρισκομένη, Κλήμ. Ἀλ. 321, Νικ. Ἀλεξιφ. 149 [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλια.
|lstext='''παρθένιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Φοίν. 224˙ ([[παρθένος]])˙ - ὡς τὸ [[παρθένειος]], ὁ ἀνήκων εἰς κορασίδα ἢ παρθένον, [[παρθενικός]], λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην (παρθενικὴν) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 68 Ὀδ. Λ. 245˙ ὄαροι Ἡσ. Θ. 205˙ [[ἔρως]] Ἀνακρ. 11˙ κεφαλὰ Πινδ. Π. 12. 15˙ αἶμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 215˙ χλιδὰ Εὐρ. Φοίν. 224˙ π. θύραι, αἱ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου (Ἀρτέμιδος), Ἀνθ. Π. 6. 202˙ [[παρθένιον]] βλέπειν Ἀνακρ. 4˙ -π. [[αὐλός]], ἴδε [[αὐλός]] Ι. 1. 2) [[παρθένιος]], ὡς τὸ [[παρθενίας]], ὁ υἱὸς ἀγάμου κόρης, ὁ πρὸ τοῦ γάμου τεχθείς, Ἰλ. Π. 180˙ οὕτω, [[παρθενία]] ὠδὶς Πινδ. Ο. 6. 51˙ - [[ἀλλά]], π. [[ἀνήρ]], ὁ [[σύζυγος]] παρθένου, Πλουτ. Πομπ. 74. ΙΙ. μεταφορ., [[καθαρός]], [[ἄμωμος]], [[μάλιστα]] ἐπίθ. τοῦ πηγαίου ὕδατος ὡς ἐν τῇ Λατιν. aqua virgo (πρβλ. [[νύμφη]] ΙΙ. 3), Rebunk. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 99, π. μύρτα, ἐπὶ τῶν λευκῶν [[μύρτων]], Ἀριστοφάν. Ὄρν. 1099. ΙΙΙ. π. γῆ, [[γαῖα]], Samia terra, γῆ τις ἐν Σάμῳ εὑρισκομένη, Κλήμ. Ἀλ. 321, Νικ. Ἀλεξιφ. 149 [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλια.
}}
{{bailly
|btext=α <i>poét.</i> ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> <b>1</b> de jeune fille, de vierge, virginal ; [[παρθένιος]] [[ἀνήρ]] PLUT mari d’une jeune fille;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> vierge, pur <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>II.</b> ὁ [[παρθένιος]], fils d’une jeune fille, d’une femme non mariée.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]].
}}
}}