3,274,522
edits
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοχρήματος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ χρήματα, [[ἄπληστος]], Ἀνδοκ. 30. 20, [[Πλάτων]] ἐν Φαίδωνι 68C, 82C, κ. ἀλλ., πρβλ. [[φιλοχρηματιστής]]· ὁ φ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 549Β, κ. ἀλλ.· φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 14· ― τὸ φ. = [[φιλοχρηματία]] Πλάτ. Πολ. 435Ε. ― Συγκρ. -ώτερος, Ξεν. Συμπ. 4, 45· ὑπερθ. -ώτατος, Διόδ. 1. 94. Ἐπίρρ., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Ἰσοκρ. 7Α, κλπ. | |lstext='''φῐλοχρήματος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ χρήματα, [[ἄπληστος]], Ἀνδοκ. 30. 20, [[Πλάτων]] ἐν Φαίδωνι 68C, 82C, κ. ἀλλ., πρβλ. [[φιλοχρηματιστής]]· ὁ φ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 549Β, κ. ἀλλ.· φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 14· ― τὸ φ. = [[φιλοχρηματία]] Πλάτ. Πολ. 435Ε. ― Συγκρ. -ώτερος, Ξεν. Συμπ. 4, 45· ὑπερθ. -ώτατος, Διόδ. 1. 94. Ἐπίρρ., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Ἰσοκρ. 7Α, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui aime l’argent, cupide ; τὸ φιλοχρήματον la cupidité;<br /><i>Cp.</i> φιλοχρηματώτερος, <i>Sp.</i> φιλοχρηματώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[χρῆμα]]. | |||
}} | }} |