τυκίζω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῠκίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ([[τύκος]]) [[κολάπτω]], [[κόπτω]], ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138.
|lstext='''τῠκίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ([[τύκος]]) [[κολάπτω]], [[κόπτω]], ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138.
}}
{{bailly
|btext=tailler de la pierre avec le pic <i>ou</i> le ciseau.<br />'''Étymologie:''' [[τύκος]].
}}
}}