3,277,172
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῠκίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ([[τύκος]]) [[κολάπτω]], [[κόπτω]], ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138. | |lstext='''τῠκίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ([[τύκος]]) [[κολάπτω]], [[κόπτω]], ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=tailler de la pierre avec le pic <i>ou</i> le ciseau.<br />'''Étymologie:''' [[τύκος]]. | |||
}} | }} |