3,277,172
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πίτῠλος''': [ῐ], ὁ τακτικὸς [[ἦχος]] τῶν κωπῶν ἐρρύθμως κινουμένων˙ τὸ ἔρρυθμον [[πλατάγημα]] τῶν κωπῶν, [[ψόφος]] ὕδατος τυπτομένου, νεὼς π. [[εὐήρης]] Εὐρ. Ι. Τ. 1050˙ [[σκάφος]]... πίτυλον ἐπτερωμένον, ἐπτερωμένον μὲ σειρὰς κωπῶν, 1346˙ νεὼς π., [[περίφρασις]] ἐπὶ πλοίου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1123˙ [[ναῦς]] [[ὅταν]] ἐκ τιτύλων ῥοθιάζῃ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 60˙ ἑνὶ πιτύλῳ, πάντες [[ὁμοῦ]], πάντες μιᾷ φωνῇ, Αἰσχύλ. Πέρσ., 975, ΙΙ. πᾶς [[ταχέως]] ἐπαναλαμβανόμενος [[ἦχος]] ἢ [[κίνησις]], [[οἷον]], 1) τὸ [[πλατάγημα]] σταγόνων [[ταχέως]] πιπτουσῶν, π. δακρύων Εὐρ. Ἱππ. 1464˙ π. σκύφου, ἐπὶ οἴνου ἐκχεομένου εἰς [[ποτήριον]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 798˙ ― «πιτύλοις˙ ταῖς καταφοραῖς τῶν ὑδάτων» Ἡσύχ.˙ πρβλ. [[πιτυλίζω]] Ι. 2) ὁ [[ἦχος]] ὃν παράγει τὸ [[κτύπημα]] τοῦ στήθους καὶ τῶν παρειῶν τῶν θρηνούντων, Αἰσχύλ. Θήβ. 856 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐρέσσω]] ΙΙ), Εὐρ. Τρῳ. 1236˙ ἐπὶ τῶν ἐπανειλημμένων πληγῶν τῶν πυκτευόντων, Θεόκρ. 22. 127˙ ― μεταφορ., [[πίτυλος]] Ἀργείου δορὸς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 834˙ δὶς δὲ δυοῖν πιτύλοιν... τείχη κατέλυσεν αἰχμὰ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 816˙ πρβλ. [[πιτυλίζω]] ΙΙ. 3) μεταφορ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ βιαίων καὶ παραφόρων κινήσεων ἢ σχημάτων, βία, [[πάθος]], [[ὁρμή]], π. μανίας, φόβου ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 307, Ἡρ. Μαιν. 816˙ μαινομένῳ π. πλαγχθεὶς [[αὐτόθι]] 1187. | |lstext='''πίτῠλος''': [ῐ], ὁ τακτικὸς [[ἦχος]] τῶν κωπῶν ἐρρύθμως κινουμένων˙ τὸ ἔρρυθμον [[πλατάγημα]] τῶν κωπῶν, [[ψόφος]] ὕδατος τυπτομένου, νεὼς π. [[εὐήρης]] Εὐρ. Ι. Τ. 1050˙ [[σκάφος]]... πίτυλον ἐπτερωμένον, ἐπτερωμένον μὲ σειρὰς κωπῶν, 1346˙ νεὼς π., [[περίφρασις]] ἐπὶ πλοίου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1123˙ [[ναῦς]] [[ὅταν]] ἐκ τιτύλων ῥοθιάζῃ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 60˙ ἑνὶ πιτύλῳ, πάντες [[ὁμοῦ]], πάντες μιᾷ φωνῇ, Αἰσχύλ. Πέρσ., 975, ΙΙ. πᾶς [[ταχέως]] ἐπαναλαμβανόμενος [[ἦχος]] ἢ [[κίνησις]], [[οἷον]], 1) τὸ [[πλατάγημα]] σταγόνων [[ταχέως]] πιπτουσῶν, π. δακρύων Εὐρ. Ἱππ. 1464˙ π. σκύφου, ἐπὶ οἴνου ἐκχεομένου εἰς [[ποτήριον]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 798˙ ― «πιτύλοις˙ ταῖς καταφοραῖς τῶν ὑδάτων» Ἡσύχ.˙ πρβλ. [[πιτυλίζω]] Ι. 2) ὁ [[ἦχος]] ὃν παράγει τὸ [[κτύπημα]] τοῦ στήθους καὶ τῶν παρειῶν τῶν θρηνούντων, Αἰσχύλ. Θήβ. 856 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐρέσσω]] ΙΙ), Εὐρ. Τρῳ. 1236˙ ἐπὶ τῶν ἐπανειλημμένων πληγῶν τῶν πυκτευόντων, Θεόκρ. 22. 127˙ ― μεταφορ., [[πίτυλος]] Ἀργείου δορὸς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 834˙ δὶς δὲ δυοῖν πιτύλοιν... τείχη κατέλυσεν αἰχμὰ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 816˙ πρβλ. [[πιτυλίζω]] ΙΙ. 3) μεταφορ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ βιαίων καὶ παραφόρων κινήσεων ἢ σχημάτων, βία, [[πάθος]], [[ὁρμή]], π. μανίας, φόβου ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 307, Ἡρ. Μαιν. 816˙ μαινομένῳ π. πλαγχθεὶς [[αὐτόθι]] 1187. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> bruit de la rame qui frappe l’eau ; coup de rame;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> bruit de coups qui se succèdent, grêle de coups ; <i>au sg.</i> coup;<br /><b>2</b> sanglots convulsifs;<br /><b>3</b> bruit du vin qu’on verse dans une coupe;<br /><b>4</b> mouvements violents du corps, gesticulation désordonnée, transport violent.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, tomber ; cf. [[πίπτω]]. | |||
}} | }} |