3,274,873
edits
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰνόφλυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ([[φλύω]]) εἰς οἰνοποσίαν δεδομένος, [[μέθυσος]], Ἱπποκρ. 83G, Ξεν. Ἀπολ. 19, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[οἰνόφλυξ]]˙ [[αἰσχρός]]. [[μέθυσος]]» καὶ «ὁ [[κακεπίθυμος]] οἴνου. [[οἰνοφερής]], [[πάροινος]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43. | |lstext='''οἰνόφλυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ([[φλύω]]) εἰς οἰνοποσίαν δεδομένος, [[μέθυσος]], Ἱπποκρ. 83G, Ξεν. Ἀπολ. 19, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[οἰνόφλυξ]]˙ [[αἰσχρός]]. [[μέθυσος]]» καὶ «ὁ [[κακεπίθυμος]] οἴνου. [[οἰνοφερής]], [[πάροινος]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=φλυγος (ὁ, ἡ)<br />homme ivre, ivrogne.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[φλύω]]. | |||
}} | }} |