οἰκοποιός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκοποιός''': -όν, ὁ ἀποτελῶν τὸν οἶκον, ὁ καθιστῶν [[μέρος]] τι οἰκήσιμον, οὐδ’ [[ἔνδον]] οἰκ. ἐστί τις [[τροφή]]; δὲν ὑπάρχουσιν ἐντὸς τὰ πρὸς κατοικίαν χρήσιμα; Σοφ. Φ. 32 (Bgk. ἐστ’ [[ἐπιστροφή]]).
|lstext='''οἰκοποιός''': -όν, ὁ ἀποτελῶν τὸν οἶκον, ὁ καθιστῶν [[μέρος]] τι οἰκήσιμον, οὐδ’ [[ἔνδον]] οἰκ. ἐστί τις [[τροφή]]; δὲν ὑπάρχουσιν ἐντὸς τὰ πρὸς κατοικίαν χρήσιμα; Σοφ. Φ. 32 (Bgk. ἐστ’ [[ἐπιστροφή]]).
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui rend (une caverne) habitable.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ποιέω]].
}}
}}