οἰνοβρεχής: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοβρεχής''': -ές, βεβρεγμένος, [[διάβροχος]] ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 18.
|lstext='''οἰνοβρεχής''': -ές, βεβρεγμένος, [[διάβροχος]] ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 18.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />mouillé de vin, saoul.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[βρέχω]].
}}
}}