ὅλκιμος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅλκῐμος''': -ον, ὃν δύναταί τις να ἑλκύσῃ , [[ἑλκυστός]], [[γλοιώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· [[μέλι]] Διοσκ. 2. 101· [[ἔλαιον]] Πλούτ. 2. 696C ΙΙ. ἐνεργ. ὁ [[καλῶς]] ἕλκων, «τραβῶν», ἐπὶ σικύας [[ἤτοι]] «βεντούζας», Παῦλ. Αἰγ. 6. 41.
|lstext='''ὅλκῐμος''': -ον, ὃν δύναταί τις να ἑλκύσῃ , [[ἑλκυστός]], [[γλοιώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· [[μέλι]] Διοσκ. 2. 101· [[ἔλαιον]] Πλούτ. 2. 696C ΙΙ. ἐνεργ. ὁ [[καλῶς]] ἕλκων, «τραβῶν», ἐπὶ σικύας [[ἤτοι]] «βεντούζας», Παῦλ. Αἰγ. 6. 41.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se tire <i>ou</i> s’allonge facilement, gras, visqueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
}}
}}