ὀμματοστερής: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμμᾰτοστερής''': -ές, ὁ ἐστερημένος τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1260, Εὐρ. Φοίν. 328. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποστερῶν τῶν ὀφθαλμῶν, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, [[θερμότης]] ἥτις στερεῖ τὰ φυτὰ τῶν ὀφθαλμῶν («μπουμπουκίων») αὐτῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940.
|lstext='''ὀμμᾰτοστερής''': -ές, ὁ ἐστερημένος τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1260, Εὐρ. Φοίν. 328. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποστερῶν τῶν ὀφθαλμῶν, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, [[θερμότης]] ἥτις στερεῖ τὰ φυτὰ τῶν ὀφθαλμῶν («μπουμπουκίων») αὐτῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> privé de la vue;<br /><b>2</b> qui prive de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]], [[στερέω]].
}}
}}