3,277,649
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκρίβας''': [ῐ], -αντος, ὁ, ([[ὄκρις]], βαίνω) [[εἶδος]] βήματος ἐπὶ τῆς τραγικῆς σκηνῆς, [[ὁπόθεν]] οἱ ὑποκριταὶ ἀπήγγελον τὰ ἑαυτῶν μέρη, ὡς τὸ [[λογεῖον]], Λατ. pulpitum, Πλάτ. Συμπ. 194Β· νομίζουσί τινες ὅτι τοῦτο ἦτο ἐν τῷ ἀρχαιοτάτῳ ξυλίνῳ θεάτρῳ ὅ,τι [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἡ [[θυμέλη]], καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἀναφέρουσιν εἰς τὸν Αἰσχύλον, Φιλόστρ. 245, 492, Θεμίστ. 316D· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ., Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὁρατ. Α. Ρ. 297· - ἐν τῷ πληθ., Φιλόστρ. 195, Λουκ. Νέρων 9. ΙΙ. [[καθόλου]], ὡς τὸ [[κιλλίβας]], 1) τῶν ζωγράφων τὸ τρισκελὲς [[στήριγμα]] τῶν εἰκόνων, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129. 2) τὸ [[ἑδώλιον]] [[ἤτοι]] [[κάθισμα]] τοῦ ἁρματηλάτου ἢ ἡνιόχου, Φώτ., Σουΐδ., (ἔνθ’ ἀντὶ [[σχῆμα]] ἡνιόχου [[ἀναγνωστέον]] [[ὄχημα]], ὡς ἔχει καὶ ὁ Ἡσύχιος ἐν λ., ἴδε Bachm. Ἀνέκδ. σ. 315). ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀκρίβας]]· οἱ μὲν ὄνον φασίν, οἱ δὲ ἄγριον κριὸν» κτλ. | |lstext='''ὀκρίβας''': [ῐ], -αντος, ὁ, ([[ὄκρις]], βαίνω) [[εἶδος]] βήματος ἐπὶ τῆς τραγικῆς σκηνῆς, [[ὁπόθεν]] οἱ ὑποκριταὶ ἀπήγγελον τὰ ἑαυτῶν μέρη, ὡς τὸ [[λογεῖον]], Λατ. pulpitum, Πλάτ. Συμπ. 194Β· νομίζουσί τινες ὅτι τοῦτο ἦτο ἐν τῷ ἀρχαιοτάτῳ ξυλίνῳ θεάτρῳ ὅ,τι [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἡ [[θυμέλη]], καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἀναφέρουσιν εἰς τὸν Αἰσχύλον, Φιλόστρ. 245, 492, Θεμίστ. 316D· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ., Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὁρατ. Α. Ρ. 297· - ἐν τῷ πληθ., Φιλόστρ. 195, Λουκ. Νέρων 9. ΙΙ. [[καθόλου]], ὡς τὸ [[κιλλίβας]], 1) τῶν ζωγράφων τὸ τρισκελὲς [[στήριγμα]] τῶν εἰκόνων, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129. 2) τὸ [[ἑδώλιον]] [[ἤτοι]] [[κάθισμα]] τοῦ ἁρματηλάτου ἢ ἡνιόχου, Φώτ., Σουΐδ., (ἔνθ’ ἀντὶ [[σχῆμα]] ἡνιόχου [[ἀναγνωστέον]] [[ὄχημα]], ὡς ἔχει καὶ ὁ Ἡσύχιος ἐν λ., ἴδε Bachm. Ἀνέκδ. σ. 315). ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀκρίβας]]· οἱ μὲν ὄνον φασίν, οἱ δὲ ἄγριον κριὸν» κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=βαντος (ὁ) :<br />estrade d’où déclamaient les acteurs de tragédie.<br />'''Étymologie:''' ὄκρις, [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |