3,272,956
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄχημα''': τό, ([[ὀχέω]]) πᾶν ὅ, τι φέρει ἢ ὑποστηρίζει τι, [[στήριγμα]] [[ὅθεν]] ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται γῆς [[ὄχημα]], τὸ [[στήριγμα]] τῆς γῆς (γαιήοχος), πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 884. ΙΙ. [[ὄχημα]], ὡς καὶ νῦν, Λατ. vehiculum, Ἡρόδ. 5. 21 καὶ Ἀττικ.· -[[κυρίως]] [[ἅμαξα]] συρομένη ὑπὸ ἡμιόνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅρμα, Πινδ. Ἀποσπάσμ. 73· ἀλλὰ καὶ ὄχ. ἱππικὸν Σοφ. Ἠλ. 740· ἁρμάτων ὀχήματα Εὐρ. Ἱκ. 662· ὄχ. ἵππειον, πωλικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 67, Ρῆσ. 621. 2) ἐπὶ πλοίων, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετά τινος προσθήκης, λινόπτερ’ εὗρε ναυτίλων ὄχ. Αἰσχύλου Πρ. 468· ὄχ. ναὸς Σοφ. Τρ. 656· νάϊον ὄχ. Εὐρ. Ι. Τ. 410· τὰ ὀχ. τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295D, πρβλ. Φαίδωνα 113D. 3) ἐπὶ ζῴων, ἐφ’ ὧν τις ὀχεῖται, [[ὄχημα]] κανθάρου, [[κάνθαρος]] πρὸς ἱππασίαν (οἱονεὶ [[ἵππος]]), Ἀριστοφάν. Εἰρ. 866· ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, Ἀνθολ. Π. παράρτ. 105· ἐπὶ ἵππου, Μάξιμ. Τυρ. 14. 4. 4) μεταφορ., ἐρατᾶν ὄχημ’ ἀοιδᾶν, ὡς ὁ Πίνδ. καλεῖ μίαν τῶν [[ἑαυτοῦ]] ᾠδῶν ἣν πέμπει πρὸς φίλον, Ἀποσπ. 89· ἐπὶ βεβαιοτέρου ὀχήματος, λόγου θείου τινός, διαπορευθῆναι Πλάτ. Φαίδων 85D· τὸ [[σιτίον]] [[οἷον]] ὀχήματι τῷ ὑγρῷ χρώμενον Πλούτ. 2. 698D. | |lstext='''ὄχημα''': τό, ([[ὀχέω]]) πᾶν ὅ, τι φέρει ἢ ὑποστηρίζει τι, [[στήριγμα]] [[ὅθεν]] ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται γῆς [[ὄχημα]], τὸ [[στήριγμα]] τῆς γῆς (γαιήοχος), πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 884. ΙΙ. [[ὄχημα]], ὡς καὶ νῦν, Λατ. vehiculum, Ἡρόδ. 5. 21 καὶ Ἀττικ.· -[[κυρίως]] [[ἅμαξα]] συρομένη ὑπὸ ἡμιόνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅρμα, Πινδ. Ἀποσπάσμ. 73· ἀλλὰ καὶ ὄχ. ἱππικὸν Σοφ. Ἠλ. 740· ἁρμάτων ὀχήματα Εὐρ. Ἱκ. 662· ὄχ. ἵππειον, πωλικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 67, Ρῆσ. 621. 2) ἐπὶ πλοίων, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετά τινος προσθήκης, λινόπτερ’ εὗρε ναυτίλων ὄχ. Αἰσχύλου Πρ. 468· ὄχ. ναὸς Σοφ. Τρ. 656· νάϊον ὄχ. Εὐρ. Ι. Τ. 410· τὰ ὀχ. τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295D, πρβλ. Φαίδωνα 113D. 3) ἐπὶ ζῴων, ἐφ’ ὧν τις ὀχεῖται, [[ὄχημα]] κανθάρου, [[κάνθαρος]] πρὸς ἱππασίαν (οἱονεὶ [[ἵππος]]), Ἀριστοφάν. Εἰρ. 866· ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, Ἀνθολ. Π. παράρτ. 105· ἐπὶ ἵππου, Μάξιμ. Τυρ. 14. 4. 4) μεταφορ., ἐρατᾶν ὄχημ’ ἀοιδᾶν, ὡς ὁ Πίνδ. καλεῖ μίαν τῶν [[ἑαυτοῦ]] ᾠδῶν ἣν πέμπει πρὸς φίλον, Ἀποσπ. 89· ἐπὶ βεβαιοτέρου ὀχήματος, λόγου θείου τινός, διαπορευθῆναι Πλάτ. Φαίδων 85D· τὸ [[σιτίον]] [[οἷον]] ὀχήματι τῷ ὑγρῷ χρώμενον Πλούτ. 2. 698D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> voiture, chariot, char traîné par des chevaux;<br /><b>2</b> navire, vaisseau;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> véhicule (de la pensée, de la parole, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὀχέω]]. | |||
}} | }} |