πανθυμαδόν: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πανθῡμᾰδόν''': Ἐπίρρ., παντὶ τῷ θυμῷ, «[[ἄγαν]] ὀργίλως» (Σχόλ.) Ὀδ. Σ. 33· σχηματιθὲν ὡς τὸ [[ὁμοθυμαδόν]]. ΙΙ. πάντες [[συμφώνως]], Ἐκκλ.
|lstext='''πανθῡμᾰδόν''': Ἐπίρρ., παντὶ τῷ θυμῷ, «[[ἄγαν]] ὀργίλως» (Σχόλ.) Ὀδ. Σ. 33· σχηματιθὲν ὡς τὸ [[ὁμοθυμαδόν]]. ΙΙ. πάντες [[συμφώνως]], Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à fait en colère, avec fureur.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[θυμός]], -δον.
}}
}}