παραληπτός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραληπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ [[παραδοτός]], τινι [[παρά]] τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, [[πρός]] τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
|lstext='''παραληπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ [[παραδοτός]], τινι [[παρά]] τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, [[πρός]] τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
}}