3,274,216
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράσημον''': τό, [[σημείωσις]] εἰς τὰ πλάγια, [[σημεῖον]] ἐν τῷ περιθωρίῳ, παράσημα ποιεῖσθαι Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγ. 20, 2. ΙΙ. [[σημεῖον]] διακρίσεως, [[σύμβολον]] πλοίου, Λατ. insigne, παρασήμῳ Διοσκούροις, ἔχον (τὸ [[πλοῖον]]) τοὺς Διοσκόρους ὡς [[σύμβολον]], Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 11, Πλούτ. 2. 162Α· ἐπὶ πόλεως, ὁ αὐτ. 399F· τὸ διακριτικὸν [[σημεῖον]], τὸ [[γνώρισμα]] στρατιώτου, ὁ αὐτ. ἐν Κοριολαν. 20· τὰ τῆς ἡγεμονίας π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 33, Ἀθήν. 514Α· χαρακτηριστικόν, διακριτικὸν [[σημεῖον]], [[σύμβολον]], τὸ βασιλικὸν τῆς ἐσθῆτος π., ὅ ἐστι τὸ πορφυροῦν αὐτῆς [[χρῶμα]], Εὐνάπ. σ. 7 (Boiss.). τὸ π. φεύγουσαι, (ἐπὶ γυναικῶν), τὸ περιφανὲς, τὸ ὑπὸ πάντων παρατηρούμενον, Γαλην. 13. 339· ἐν τῷ π. τοῦ σχήματος, διὰ τῆς σπουδαιότητος [[αὐτοῦ]], τοῦ ἐξωτερικοῦ του, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 16· οὕτω καλοῦνται αἱ ἰσχάδες τῆς Ἀττικῆς, τὸ π. τῶν Ἀθηνῶν Ἄλεξις ἐν «Κυβερνήτῃ» 2· καὶ ἔχομεν εἰ τὸ..λαλεῖν ἦν τοῦ φρονήματος π. Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 1· [[ὡσαύτως]], τὰ τοῦ πένθους π., τὰ κοσμήματα καὶ ὁ ἱματισμὸς τοῦ πένθους, Πλούτ. 2. 118Β· τέχνας μὲν παράσᾱμον ἔχει [[τάφος]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 197. - Πρβλ. [[ἐπίσημον]]. 2) [[σύνθημα]], Λατ. tessera, Πλούτ. 2. 598Β. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 13. | |lstext='''παράσημον''': τό, [[σημείωσις]] εἰς τὰ πλάγια, [[σημεῖον]] ἐν τῷ περιθωρίῳ, παράσημα ποιεῖσθαι Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγ. 20, 2. ΙΙ. [[σημεῖον]] διακρίσεως, [[σύμβολον]] πλοίου, Λατ. insigne, παρασήμῳ Διοσκούροις, ἔχον (τὸ [[πλοῖον]]) τοὺς Διοσκόρους ὡς [[σύμβολον]], Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 11, Πλούτ. 2. 162Α· ἐπὶ πόλεως, ὁ αὐτ. 399F· τὸ διακριτικὸν [[σημεῖον]], τὸ [[γνώρισμα]] στρατιώτου, ὁ αὐτ. ἐν Κοριολαν. 20· τὰ τῆς ἡγεμονίας π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 33, Ἀθήν. 514Α· χαρακτηριστικόν, διακριτικὸν [[σημεῖον]], [[σύμβολον]], τὸ βασιλικὸν τῆς ἐσθῆτος π., ὅ ἐστι τὸ πορφυροῦν αὐτῆς [[χρῶμα]], Εὐνάπ. σ. 7 (Boiss.). τὸ π. φεύγουσαι, (ἐπὶ γυναικῶν), τὸ περιφανὲς, τὸ ὑπὸ πάντων παρατηρούμενον, Γαλην. 13. 339· ἐν τῷ π. τοῦ σχήματος, διὰ τῆς σπουδαιότητος [[αὐτοῦ]], τοῦ ἐξωτερικοῦ του, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 16· οὕτω καλοῦνται αἱ ἰσχάδες τῆς Ἀττικῆς, τὸ π. τῶν Ἀθηνῶν Ἄλεξις ἐν «Κυβερνήτῃ» 2· καὶ ἔχομεν εἰ τὸ..λαλεῖν ἦν τοῦ φρονήματος π. Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 1· [[ὡσαύτως]], τὰ τοῦ πένθους π., τὰ κοσμήματα καὶ ὁ ἱματισμὸς τοῦ πένθους, Πλούτ. 2. 118Β· τέχνας μὲν παράσᾱμον ἔχει [[τάφος]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 197. - Πρβλ. [[ἐπίσημον]]. 2) [[σύνθημα]], Λατ. tessera, Πλούτ. 2. 598Β. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> marque <i>ou</i> signe qu’on se passe de l’un à l’autre, <i>particul.</i> mot d’ordre;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> marque distinctive (armes d’un vaisseau, d’une ville ; insignes d’un magistrat ; signe extérieur d’un état de l’âme).<br />'''Étymologie:''' [[παράσημος]]. | |||
}} | }} |