πεῖσμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεῖσμα''': τὸ ([[πείθω]]) τὸ [[καλῴδιον]] πλοίου, [[καθόλου]], τὸ ἐκ τῆς πρύμνης [[σχοινίον]] δι’ οὗ τὸ [[πλοῖον]] προσεδένετο εἰς τὴν ξηρὰν (πρβλ. πρυμνήσια, εὐνὴ ΙΙ), [[λιμήν]].., ἵν’ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν - οὔτ’ εὐνὰς βαλέειν, [[οὔτε]] πρυμνήσι’ ἀνάψαι Ὀδ. Ι. 136. ([[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch)· [[πεῖσμα]] δ’ ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοιο Ν. 79· [[πεῖσμα]].. κίονος ἐξάψας [[μεγάλης]] Χ. 465· ἐν τῷ πληθ., ἀπὸ πείσματ’ ἔκοψα [[νεὸς]] Κ. 127· οὕτω καὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 765, Ἀγ. 195· πίσυνοι λεπτοδόμοις π., ἐπὶ τῆς ἐκ πλοίων γεφύρας τοῦ Ξέρξου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 113· - μεταφορ., ἐχόμενοι ὥς τινος ἀσφαλοῦς π. Πλάτ. Νόμ. 893Β· ἔλυσεν [[οἷον]] νεὼς πείσματα ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 85Ε· - [[ὡσαύτως]], [[σχοινίον]] πρὸς οἱανδήποτε χρῆσιν, Ὀδ. Κ. 167· [[σχοινίον]] ἀκάτου, «καραβόσχοινον», Θεόφιλος ἐν «Νεοπτολέμῳ» 1. 2) ὁ [[μίσχος]] τοῦ σύκου, «σῦκα [[μετὰ]] τῶν πεισμάτων, [[ἤτοι]] τῶν ὀμφαλῶν, [[τουτέστι]] τοῦ μέρους ἀφ’ οὗ ἐπὶ τῶν δένδρων ἤρτηται» Γεωπ. 10. 56, 2 καὶ 4· παρ’ Ἡσυχ.: [[πάσμα]], «ὦ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ [[φύλλον]]» καὶ [[πέσμα]], «ἢ [[πεῖσμα]], ἢ [[μίσχος]]. ἔστι δὲ ἐξ οὗ τὸ [[φύλλον]] ἤρτηται». ΙΙ. [[κατάπεισις]], [[πεποίθησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 18, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20. 26· [[μετὰ]] πείσματος, [[μετὰ]] πεποιθήσεως, Πλούτ. 2. 106. (Κυρίως, τὸ τηροῦν τινα ἐν ὑποταγῇ, ἢ τὸ ὑπακουόμενον, [[ὅθεν]] ἀμφότεραι αἱ σημασίαι· ὑπάρχει ὁμοία διπλῇ [[σημασία]] ἐν τῇ λέξει [[ἕρμα]]).
|lstext='''πεῖσμα''': τὸ ([[πείθω]]) τὸ [[καλῴδιον]] πλοίου, [[καθόλου]], τὸ ἐκ τῆς πρύμνης [[σχοινίον]] δι’ οὗ τὸ [[πλοῖον]] προσεδένετο εἰς τὴν ξηρὰν (πρβλ. πρυμνήσια, εὐνὴ ΙΙ), [[λιμήν]].., ἵν’ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν - οὔτ’ εὐνὰς βαλέειν, [[οὔτε]] πρυμνήσι’ ἀνάψαι Ὀδ. Ι. 136. ([[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch)· [[πεῖσμα]] δ’ ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοιο Ν. 79· [[πεῖσμα]].. κίονος ἐξάψας [[μεγάλης]] Χ. 465· ἐν τῷ πληθ., ἀπὸ πείσματ’ ἔκοψα [[νεὸς]] Κ. 127· οὕτω καὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 765, Ἀγ. 195· πίσυνοι λεπτοδόμοις π., ἐπὶ τῆς ἐκ πλοίων γεφύρας τοῦ Ξέρξου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 113· - μεταφορ., ἐχόμενοι ὥς τινος ἀσφαλοῦς π. Πλάτ. Νόμ. 893Β· ἔλυσεν [[οἷον]] νεὼς πείσματα ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 85Ε· - [[ὡσαύτως]], [[σχοινίον]] πρὸς οἱανδήποτε χρῆσιν, Ὀδ. Κ. 167· [[σχοινίον]] ἀκάτου, «καραβόσχοινον», Θεόφιλος ἐν «Νεοπτολέμῳ» 1. 2) ὁ [[μίσχος]] τοῦ σύκου, «σῦκα [[μετὰ]] τῶν πεισμάτων, [[ἤτοι]] τῶν ὀμφαλῶν, [[τουτέστι]] τοῦ μέρους ἀφ’ οὗ ἐπὶ τῶν δένδρων ἤρτηται» Γεωπ. 10. 56, 2 καὶ 4· παρ’ Ἡσυχ.: [[πάσμα]], «ὦ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ [[φύλλον]]» καὶ [[πέσμα]], «ἢ [[πεῖσμα]], ἢ [[μίσχος]]. ἔστι δὲ ἐξ οὗ τὸ [[φύλλον]] ἤρτηται». ΙΙ. [[κατάπεισις]], [[πεποίθησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 18, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20. 26· [[μετὰ]] πείσματος, [[μετὰ]] πεποιθήσεως, Πλούτ. 2. 106. (Κυρίως, τὸ τηροῦν τινα ἐν ὑποταγῇ, ἢ τὸ ὑπακουόμενον, [[ὅθεν]] ἀμφότεραι αἱ σημασίαι· ὑπάρχει ὁμοία διπλῇ [[σημασία]] ἐν τῇ λέξει [[ἕρμα]]).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> amarre de navire;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tout cordage servant à tenir.<br />'''Étymologie:''' R. Πενθ, lier ; cf. R. <i>skr.</i> Bandh, lier ; cf. [[πείθω]], <i>lat.</i> fides, fido, etc.
}}
}}