περιχαρακόω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιχᾰρᾰκόω''': [[περιβάλλω]] διὰ χάρακος, π. τὸ [[τεῖχος]] Αἰσχίν. 87. 30· [[καθόλου]] ὀχυρώνω, Πολύβ. 4. 56, 8. ― Παθ., περικεχαρακωμένην προδεδωκότα τὴν πατρίδα Δείναρχ. κατὰ Δημοσθ. 64.
|lstext='''περιχᾰρᾰκόω''': [[περιβάλλω]] διὰ χάρακος, π. τὸ [[τεῖχος]] Αἰσχίν. 87. 30· [[καθόλου]] ὀχυρώνω, Πολύβ. 4. 56, 8. ― Παθ., περικεχαρακωμένην προδεδωκότα τὴν πατρίδα Δείναρχ. κατὰ Δημοσθ. 64.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />entourer d’une palissade, fortifier.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[χαρακόω]].
}}
}}