συγκεντέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκεντέω''': κεντῶ [[ὁμοῦ]], διατρυπῶ συγχρόνως, Λατ. telis confodere, Ἡρόδ. 3. 77, Πολύβ. 4. 22, 11, κτλ.· ― Παθ. ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Ἡρόδ 6, 29· πρβλ. [[συνακοντίζω]].
|lstext='''συγκεντέω''': κεντῶ [[ὁμοῦ]], διατρυπῶ συγχρόνως, Λατ. telis confodere, Ἡρόδ. 3. 77, Πολύβ. 4. 22, 11, κτλ.· ― Παθ. ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Ἡρόδ 6, 29· πρβλ. [[συνακοντίζω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />piquer <i>ou</i> percer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεντέω]].
}}
}}