πλατύς: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰτύς''': -εῖα, ύ, Ἰων. θηλ. πλατέα Ἡρόδ. 2. 156· (ἴδε ἐν τέλ.) Ὡς καὶ νῦν, τελαμὼν Ἰλ. Ε. 796· [[πτύον]] Ν. 588· αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν, εὐρέα ποίμνια δηλ. διεσπαρμένα εἰς μεγάλην ἔκτασιν, κατέχοντα πολὺ [[διάστημα]], Β. 474, Ὀδ. Ξ. 101, Ἡσ. Θεογ. 445· π. πρόσοδοι Πινδ. Ν. 6. 75· ὁδοὶ (ἴδε κατωτ. 5)· [[τάφρος]] πλατυτάτη καὶ βαθυτάτη [[αὐτόθι]] 7. 5, 9. 2) [[ἐπίπεδος]], [[ἀναπεπταμένος]], [[χῶρος]] πλ. καὶ πολλὸς Ἡρόδ. 4. 39· πλατυτάτης... γῆς οὔσης Θετταλίας Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη Πλάτ. Φαίδων 97D· κάρυα τὰ πλατέα, δηλ. τὰ [[κάστανα]], Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28· ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 7· ποτήρια πλατέα, τοίχους οὐκ ἔχοντ’ Φερεκράτης ἐν «Τυραννίδι» 1. 3) ἐπὶ ἀνθρώπου, [[μεγαλόσωμος]], οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς, οὐδ’ εὐρύνωτοι Σοφ. Αἴ. 1250. 4) μεταφορ., πλ. [[ὅρκος]], [[ἰσχυρός]], [[μέγας]] [[ὅρκος]], Ἐμπεδ. 179· ― πλατὺς [[κατάγελως]], ὁλοφάνερος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126· [[ἀλλά]], πλατὺ γελᾶν ἢ καταγελᾶν, γελᾶν μεγαλοφώνως καὶ ἀγροίκως, Φιλόστρ. 319, 513· οὕτω, πλατὺ καταχρέμψασθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 815· πλ. χρέμψασθαι Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 12· πλ. φωνὴ [[Πολυδ]]. Β΄, 116. 5) [[πλατεῖα]] (ἐξυπ. ὁδός, [[ὅπερ]] καὶ ὑπάρχει ἐν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43), ἡ, ὁδός, [[δρόμος]], Λατ. platea, Φιλήμων ἐν «Πανηγύρει» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3705, κ. ἀλλ. β) (δηλ. [[χείρ]]), τὸ πλατὺ [[μέρος]] τῆς χειρός, ἡ [[παλάμη]], ταῖς πλατείαις τυπτόμενος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1096. ΙΙ. [[ἁλμυρός]], στρυφνὸς τὴν γεῦσιν, πλατυτέροισι ἐχρέοντο τοῖς πόμασι Ἡρόδ. 2. 108· πλατέα ἢ πλατύτερα ὕδατα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 24, 26, κτλ.· πιθανῶς [[ἐπειδὴ]] ἀρχικῶς, πλατὺ [[ὕδωρ]], ἦτο ἐν γενικῇ χρήσει ὡς ἐπίθ. τῆς θαλάσσης· ἀλλὰ πλατὺς [[Ἑλλήσποντος]], Ἰλ. Η. 86, Ρ. 432, δὲν σημαίνει ὁ [[ἁλμυρός]], ἀλλ’ ὁ πλατὺς Ἑλλήσπ. (θεωρούμενος δηλ. ὡς [[ποταμός]]), πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 875, ― ἂν καὶ ὁ Ἀθήν. 42B ἄλλως ἐνόμιζε. ΙΙΙ. Συγκρ. καὶ ὑπερθ. πλατύτερος, -ύτατος, ἴδε ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] πλατύστατος, Τίμ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 7. IV. ἐπίρρ. -έως, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19· συγκρ. -ύτερον, Ἡρόδ. 2. 15· -έρως Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 177, 513, κτλ. ― Ὑπερθ. πλατυτάτως, ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. 12, 891. (Ἐκ τῆς √ΠΛΑΤ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις πλάτη, πλάτος, πλάτανος· πρβλ. καὶ πλάθανος, -νη· Σανσκρ. prath, prath-ê (extendor), pr.ith-us (latus), prath-as (latitudo)· Λιθ. plat-us (latus)· δύσκολον [[εἶναι]] νὰ μὴ ἀκολουθήσῃ τις τὸν Pott ἐν τῷ σχετίζειν τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὸ Ἀρχ. Γερμ. flah (flach), Ἀρχ. Σκανδ. flatr (flat) ἴδε ἐν λ. [[πλάξ]]· καὶ τὸ Γερμ. platt, Ἀρχ. Ἀγγλ. plat, [[ὅθεν]] τὸ plate καὶ platter, καί περ ὑπάρχοντος p ἀντὶ f φαίνεται τὴν αὐτὴν ἔχοντα [[ἀρχήν]].)
|lstext='''πλᾰτύς''': -εῖα, ύ, Ἰων. θηλ. πλατέα Ἡρόδ. 2. 156· (ἴδε ἐν τέλ.) Ὡς καὶ νῦν, τελαμὼν Ἰλ. Ε. 796· [[πτύον]] Ν. 588· αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν, εὐρέα ποίμνια δηλ. διεσπαρμένα εἰς μεγάλην ἔκτασιν, κατέχοντα πολὺ [[διάστημα]], Β. 474, Ὀδ. Ξ. 101, Ἡσ. Θεογ. 445· π. πρόσοδοι Πινδ. Ν. 6. 75· ὁδοὶ (ἴδε κατωτ. 5)· [[τάφρος]] πλατυτάτη καὶ βαθυτάτη [[αὐτόθι]] 7. 5, 9. 2) [[ἐπίπεδος]], [[ἀναπεπταμένος]], [[χῶρος]] πλ. καὶ πολλὸς Ἡρόδ. 4. 39· πλατυτάτης... γῆς οὔσης Θετταλίας Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη Πλάτ. Φαίδων 97D· κάρυα τὰ πλατέα, δηλ. τὰ [[κάστανα]], Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28· ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 7· ποτήρια πλατέα, τοίχους οὐκ ἔχοντ’ Φερεκράτης ἐν «Τυραννίδι» 1. 3) ἐπὶ ἀνθρώπου, [[μεγαλόσωμος]], οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς, οὐδ’ εὐρύνωτοι Σοφ. Αἴ. 1250. 4) μεταφορ., πλ. [[ὅρκος]], [[ἰσχυρός]], [[μέγας]] [[ὅρκος]], Ἐμπεδ. 179· ― πλατὺς [[κατάγελως]], ὁλοφάνερος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126· [[ἀλλά]], πλατὺ γελᾶν ἢ καταγελᾶν, γελᾶν μεγαλοφώνως καὶ ἀγροίκως, Φιλόστρ. 319, 513· οὕτω, πλατὺ καταχρέμψασθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 815· πλ. χρέμψασθαι Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 12· πλ. φωνὴ [[Πολυδ]]. Β΄, 116. 5) [[πλατεῖα]] (ἐξυπ. ὁδός, [[ὅπερ]] καὶ ὑπάρχει ἐν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43), ἡ, ὁδός, [[δρόμος]], Λατ. platea, Φιλήμων ἐν «Πανηγύρει» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3705, κ. ἀλλ. β) (δηλ. [[χείρ]]), τὸ πλατὺ [[μέρος]] τῆς χειρός, ἡ [[παλάμη]], ταῖς πλατείαις τυπτόμενος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1096. ΙΙ. [[ἁλμυρός]], στρυφνὸς τὴν γεῦσιν, πλατυτέροισι ἐχρέοντο τοῖς πόμασι Ἡρόδ. 2. 108· πλατέα ἢ πλατύτερα ὕδατα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 24, 26, κτλ.· πιθανῶς [[ἐπειδὴ]] ἀρχικῶς, πλατὺ [[ὕδωρ]], ἦτο ἐν γενικῇ χρήσει ὡς ἐπίθ. τῆς θαλάσσης· ἀλλὰ πλατὺς [[Ἑλλήσποντος]], Ἰλ. Η. 86, Ρ. 432, δὲν σημαίνει ὁ [[ἁλμυρός]], ἀλλ’ ὁ πλατὺς Ἑλλήσπ. (θεωρούμενος δηλ. ὡς [[ποταμός]]), πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 875, ― ἂν καὶ ὁ Ἀθήν. 42B ἄλλως ἐνόμιζε. ΙΙΙ. Συγκρ. καὶ ὑπερθ. πλατύτερος, -ύτατος, ἴδε ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] πλατύστατος, Τίμ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 7. IV. ἐπίρρ. -έως, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19· συγκρ. -ύτερον, Ἡρόδ. 2. 15· -έρως Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 177, 513, κτλ. ― Ὑπερθ. πλατυτάτως, ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. 12, 891. (Ἐκ τῆς √ΠΛΑΤ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις πλάτη, πλάτος, πλάτανος· πρβλ. καὶ πλάθανος, -νη· Σανσκρ. prath, prath-ê (extendor), pr.ith-us (latus), prath-as (latitudo)· Λιθ. plat-us (latus)· δύσκολον [[εἶναι]] νὰ μὴ ἀκολουθήσῃ τις τὸν Pott ἐν τῷ σχετίζειν τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὸ Ἀρχ. Γερμ. flah (flach), Ἀρχ. Σκανδ. flatr (flat) ἴδε ἐν λ. [[πλάξ]]· καὶ τὸ Γερμ. platt, Ἀρχ. Ἀγγλ. plat, [[ὅθεν]] τὸ plate καὶ platter, καί περ ὑπάρχοντος p ἀντὶ f φαίνεται τὴν αὐτὴν ἔχοντα [[ἀρχήν]].)
}}
{{bailly
|btext=εῖα, <i>ion.</i> έα, ύ;<br /><b>I.</b> large et plat;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> large : [[πλατεῖα]] [[ὁδός]] XÉN <i>ou subst.</i> ἡ [[πλατεῖα]] PLUT grande rue ; τὸ πλατύ XÉN la plaine ; <i>en parl. de pers.</i> large, épais, massif;<br /><b>2</b> répandu <i>ou</i> disséminé sur un large espace;<br /><b>3</b> largement ouvert ; πλατεῖαι πύλαι PLUT portes toutes grandes ouvertes;<br /><b>III.</b> salé, âcre, <i>en parl. d’eau (peut-être parce qu’originairement on aura désigné la mer par l’expression</i> πλατὺ [[ὕδωρ]]) ; πλατὺς [[Ἑλλήσποντος]] IL le large Hellespont, <i>particul. dans sa partie sud</i>;<br /><i>Cp.</i> πλατύτερος ; <i>Sp.</i> πλατύτατος <i>ou</i> πλατύστατος.<br />'''Étymologie:''' R. Πλατ, s’étendre ; cf. <i>skr.</i> prthus « large ».
}}
}}