περιστρέφω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιστρέφω''': [[στρέφω]] τι ὁλόγυρα, ἐπὶ τοῦ ἑτοιμαζομένου νὰ ῥίψῃ τι, ἔρριψεν… χειρὶ περιστρέψας Ἰλ. Τ. 131· τὸν ῥα περιστρέψας ἧκε Ὀδ. Θ. 189· π. τὸν τράχηλον εἰς [[τοὐπίσω]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 5 π. τὸ [[ἀγγεῖον]], [[ἀνατρέπω]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλουτ., π. ἵππον, [[στρέφω]] ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 6. ― Παθ., στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, [[κάμνω]] στροφήν, Ἰλ. Ε. 903, Πλάτ. Κρατ. 411Β· περιστρεφόμενος... θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο, στρεφόμενος [[ὀπίσω]], ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 207Α· π. εἰς τἀληθῆ, καταντῶ, [[καταλήγω]] εἰς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Β, πρβλ. Πολιτικ. 303C· ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, περιστρέφομαι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 19. 2) π. τὼ χεῖρε, δένω τὰς χεῖρας [[ὀπίσω]], Λυσίας 94. 19.
|lstext='''περιστρέφω''': [[στρέφω]] τι ὁλόγυρα, ἐπὶ τοῦ ἑτοιμαζομένου νὰ ῥίψῃ τι, ἔρριψεν… χειρὶ περιστρέψας Ἰλ. Τ. 131· τὸν ῥα περιστρέψας ἧκε Ὀδ. Θ. 189· π. τὸν τράχηλον εἰς [[τοὐπίσω]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 5 π. τὸ [[ἀγγεῖον]], [[ἀνατρέπω]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλουτ., π. ἵππον, [[στρέφω]] ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 6. ― Παθ., στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, [[κάμνω]] στροφήν, Ἰλ. Ε. 903, Πλάτ. Κρατ. 411Β· περιστρεφόμενος... θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο, στρεφόμενος [[ὀπίσω]], ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 207Α· π. εἰς τἀληθῆ, καταντῶ, [[καταλήγω]] εἰς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Β, πρβλ. Πολιτικ. 303C· ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, περιστρέφομαι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 19. 2) π. τὼ χεῖρε, δένω τὰς χεῖρας [[ὀπίσω]], Λυσίας 94. 19.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire tourner autour, acc. ; τὼ χεῖρε LYS lier les mains derrière le dos ; <i>Pass.</i> tourner autour de, τινι ; <i>fig.</i> κύκλον PLUT accomplir sa révolution circulaire <i>en parl. du soleil</i>;<br /><b>2</b> faire faire un détour, faire retourner (un cheval);<br /><b>3</b> renverser (un vase).<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[στρέφω]].
}}
}}