πνευματικός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πνευμᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἄνεμον ἢ ἀέρα ἢ παραγόμενος ἐξ [[αὐτοῦ]], κινήσεις πν. Ἀριστ. Προβλ. 18. 1· βία πν. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 1· πν. [[ὄργανον]], μηχανὴ κινουμένη διὰ τοῦ ἀνέμου, Βιτρούβ. 10. 1. 2) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τοῦ ἀνέμου ἢ ἀέρος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 4. 3) ἐμπεφυσημένος, ἐξωγκωμένος ὑπὸ τοῦ ἀέρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 13. 4) ἐνεργ., ὡς τὸ [[πνευματώδης]] Ι. 3, ὁ ἐπιφέρων φούσκωμα, παράγων ἀέρια, [[οἶνος]] Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1, 10 βρώματα πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 31, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Ε. 5) ἐπὶ τῆς εὐοσμίας τῆς ἐκπεμπομένης ἐκ καρπῶν τινων, π. χ. [[ἀπίων]], μήλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 16, 3. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πνοὴν ἢ τὸ [[πνεῦμα]], τὸ πν. [[μόριον]], ὁ πν. [[τόπος]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 2, 4 κἑξ. ΙΙΙ. ὁ ἐκ πνεύματος ἀποτελούμενος, [[ἄϋλος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σωματικός]], Πλούτ. 2. 129C, Ἀνθ. Π. 8. 76, 175· πρὸς τὸ σαρκικὸς καὶ [[ψυχικός]], Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιε΄, 27, Α΄ πρὸς Κορινθ. β΄, 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ. IV. οἱ Πνευματικοί, [[σχολή]] τις ἰατρικὴ ἀναφέρουσα πάντα τὰ ζητήματα ὑγείας εἰς ἐνεργείας πνευματικάς, Γαλην. 2. 368., 8. 97, ἔκδ. Chartier.
|lstext='''πνευμᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἄνεμον ἢ ἀέρα ἢ παραγόμενος ἐξ [[αὐτοῦ]], κινήσεις πν. Ἀριστ. Προβλ. 18. 1· βία πν. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 1· πν. [[ὄργανον]], μηχανὴ κινουμένη διὰ τοῦ ἀνέμου, Βιτρούβ. 10. 1. 2) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τοῦ ἀνέμου ἢ ἀέρος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 4. 3) ἐμπεφυσημένος, ἐξωγκωμένος ὑπὸ τοῦ ἀέρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 13. 4) ἐνεργ., ὡς τὸ [[πνευματώδης]] Ι. 3, ὁ ἐπιφέρων φούσκωμα, παράγων ἀέρια, [[οἶνος]] Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1, 10 βρώματα πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 31, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Ε. 5) ἐπὶ τῆς εὐοσμίας τῆς ἐκπεμπομένης ἐκ καρπῶν τινων, π. χ. [[ἀπίων]], μήλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 16, 3. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πνοὴν ἢ τὸ [[πνεῦμα]], τὸ πν. [[μόριον]], ὁ πν. [[τόπος]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 2, 4 κἑξ. ΙΙΙ. ὁ ἐκ πνεύματος ἀποτελούμενος, [[ἄϋλος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σωματικός]], Πλούτ. 2. 129C, Ἀνθ. Π. 8. 76, 175· πρὸς τὸ σαρκικὸς καὶ [[ψυχικός]], Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιε΄, 27, Α΄ πρὸς Κορινθ. β΄, 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ. IV. οἱ Πνευματικοί, [[σχολή]] τις ἰατρικὴ ἀναφέρουσα πάντα τὰ ζητήματα ὑγείας εἰς ἐνεργείας πνευματικάς, Γαλην. 2. 368., 8. 97, ἔκδ. Chartier.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le souffle;<br /><b>2</b> spirituel, incorporel.<br />'''Étymologie:''' [[πνεῦμα]].
}}
}}