προκαταρτίζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαταρτίζω''': συμπληρῶ, τελειοποιῶ πρότερον, [[προετοιμάζω]], Β΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. Θ΄, 5. ― Παθ., προκατηρτισμένος Ἱππ. 24. 10 καὶ 18.
|lstext='''προκαταρτίζω''': συμπληρῶ, τελειοποιῶ πρότερον, [[προετοιμάζω]], Β΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. Θ΄, 5. ― Παθ., προκατηρτισμένος Ἱππ. 24. 10 καὶ 18.
}}
{{bailly
|btext=ajuster <i>ou</i> arranger auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταρτίζω]].
}}
}}