3,273,768
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσχημα''': τό, ([[προέχω]]) τὸ κρατούμενον ἐμπρός τινος· [[ὅθεν]]: Ι. τὸ προβαλλόμενον ὡς [[κάλυμμα]], [[προκάλυμμα]], τὸ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρ. Θουκ. 8. 82· ὡς καὶ νῦν, [[πρόφασις]], [[ψευδὴς]] [[αἰτία]], πατὴρ... σοὶ πρ. ἀεί, ὡς ἐξ ἐμοῦ τέθνηκεν Σοφ. Ἠλ. 525· τοῦτο πρ. ποιεῖσθαι Λυσί. 106. 25· [[ὡσαύτως]], πρ. τοῦ λόγου, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἡρόδ. 4. 167, πρβλ. 6. 133· [[μετὰ]] γεν., αὗται [αἱ πόλεις] πρ. ἦσαν τοῦ στόλου [[αὐτόθι]] 44· Φίλιππος ἦν πρ. τοῦ πολέμου Πολύβ. 11. 6, 4· τῷ τῆς τέχνης πρ., ἐπὶ τῷ λόγῳ ἢ τῇ προφάσει τῆς..., Δημ. 58, 16· πρ. ποιεῖσθαι ὡς ἐπ’ Ἀθήνας ἐλαύνει Ἡρόδ. 7. 157· οὕτω μετ’ ἀπαρ., πρ. ποιούμενοι τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης μὴ προδώσειν, προφασιζόμενοι ὅτι δέν..., Θουκ. 5. 30· πρ. ἦν ἀμύνασθαι ὁ αὐτ. 1. 96· [[ὡσαύτως]], πρ. ποιεῖσθαί τι Πλάτ. Πρωτ. 316D, E, πρβλ. 317Α· ― [[πρόσχημα]], ὡς αἰτ. ἀπόλ., κατὰ πρόφασιν, ψευδῶς, Ἡρόδ. 9. 87· καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστὴ Πλάτ. Πολ. 495C. 2) [[προοίμιον]], [[πρόλογος]], πρ. καὶ ἀρχὴ τοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 286Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πρόσχημα]]· [[πρόφασις]], [[ὑπόκρισις]]. [[προκάλυμμα]]». ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[πρόσχημα]], [[παρακάλυμμα]] τοῦ ἤθους, [[πρόφασις]]». ΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ὡς [[κόσμημα]], [[κόσμημα]], «στολίδι», ὡς ἡ [[Μίλητος]] καλεῖται πρ. τῆς Ἰωνίης, τὸ κύριον [[κόσμημα]] αὐτῆς, Ἡρόδ. 5. 28, πρβλ. Πολύβ. 3. 15, 3, Στράβ. 450, 516, Πλουτ. Ἀλέξ. 17· οἱ δὲ Πυθικοὶ ἀγῶνες, τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος πρ. ἀγῶνος Σοφ. Ἠλ. 682· [[μετὰ]] προσχήματος ἀξίου τῆς πόλεως, [[μετὰ]] ἀξιώματος, Δημ. 288. 2· Ἀχιλλέα τιν’ ἢ Νιόβην..., πρ. τῆς τραγῳδίας, ἡ πομπὴ ἢ [[ἐπίδειξις]] τῆς τραγῳδίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 913· Δαρείου πρ., ἡ πομπὴ [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8. 2) ἡ ἐξωτερικὴ [[ὄψις]] ἢ [[κατάστασις]] πληγῆς, Ἱππ. 881, ἐν τέλει. ΙΙΙ. [[ἔνδυμα]], Καν. τῆς ἐν Χαλκ. Συνόδου 4· τὸ μοναχικὸν [[ἔνδυμα]], Θεοδώρητ. IV, 1261A. | |lstext='''πρόσχημα''': τό, ([[προέχω]]) τὸ κρατούμενον ἐμπρός τινος· [[ὅθεν]]: Ι. τὸ προβαλλόμενον ὡς [[κάλυμμα]], [[προκάλυμμα]], τὸ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρ. Θουκ. 8. 82· ὡς καὶ νῦν, [[πρόφασις]], [[ψευδὴς]] [[αἰτία]], πατὴρ... σοὶ πρ. ἀεί, ὡς ἐξ ἐμοῦ τέθνηκεν Σοφ. Ἠλ. 525· τοῦτο πρ. ποιεῖσθαι Λυσί. 106. 25· [[ὡσαύτως]], πρ. τοῦ λόγου, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἡρόδ. 4. 167, πρβλ. 6. 133· [[μετὰ]] γεν., αὗται [αἱ πόλεις] πρ. ἦσαν τοῦ στόλου [[αὐτόθι]] 44· Φίλιππος ἦν πρ. τοῦ πολέμου Πολύβ. 11. 6, 4· τῷ τῆς τέχνης πρ., ἐπὶ τῷ λόγῳ ἢ τῇ προφάσει τῆς..., Δημ. 58, 16· πρ. ποιεῖσθαι ὡς ἐπ’ Ἀθήνας ἐλαύνει Ἡρόδ. 7. 157· οὕτω μετ’ ἀπαρ., πρ. ποιούμενοι τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης μὴ προδώσειν, προφασιζόμενοι ὅτι δέν..., Θουκ. 5. 30· πρ. ἦν ἀμύνασθαι ὁ αὐτ. 1. 96· [[ὡσαύτως]], πρ. ποιεῖσθαί τι Πλάτ. Πρωτ. 316D, E, πρβλ. 317Α· ― [[πρόσχημα]], ὡς αἰτ. ἀπόλ., κατὰ πρόφασιν, ψευδῶς, Ἡρόδ. 9. 87· καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστὴ Πλάτ. Πολ. 495C. 2) [[προοίμιον]], [[πρόλογος]], πρ. καὶ ἀρχὴ τοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 286Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πρόσχημα]]· [[πρόφασις]], [[ὑπόκρισις]]. [[προκάλυμμα]]». ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[πρόσχημα]], [[παρακάλυμμα]] τοῦ ἤθους, [[πρόφασις]]». ΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ὡς [[κόσμημα]], [[κόσμημα]], «στολίδι», ὡς ἡ [[Μίλητος]] καλεῖται πρ. τῆς Ἰωνίης, τὸ κύριον [[κόσμημα]] αὐτῆς, Ἡρόδ. 5. 28, πρβλ. Πολύβ. 3. 15, 3, Στράβ. 450, 516, Πλουτ. Ἀλέξ. 17· οἱ δὲ Πυθικοὶ ἀγῶνες, τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος πρ. ἀγῶνος Σοφ. Ἠλ. 682· [[μετὰ]] προσχήματος ἀξίου τῆς πόλεως, [[μετὰ]] ἀξιώματος, Δημ. 288. 2· Ἀχιλλέα τιν’ ἢ Νιόβην..., πρ. τῆς τραγῳδίας, ἡ πομπὴ ἢ [[ἐπίδειξις]] τῆς τραγῳδίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 913· Δαρείου πρ., ἡ πομπὴ [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8. 2) ἡ ἐξωτερικὴ [[ὄψις]] ἢ [[κατάστασις]] πληγῆς, Ἱππ. 881, ἐν τέλει. ΙΙΙ. [[ἔνδυμα]], Καν. τῆς ἐν Χαλκ. Συνόδου 4· τὸ μοναχικὸν [[ἔνδυμα]], Θεοδώρητ. IV, 1261A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on porte étalé sur soi, appareil extérieur, pompe, magnificence ; <i>fig.</i> [[πρόσχημα]] Ἑλλάδος SOPH l’ornement des jeux publics de la Grèce ; Ἰωνίης HDT (la ville de Milet) ornement de l’Ionie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte, raison spécieuse ; [[πρόσχημα]] ποιεῖσθαι [[ὡς]] avec l’ind. HDT <i>ou</i> ποιεῖσθαι avec l’inf. THC prendre <i>ou</i> donner pour prétexte que ; <i>abs.</i> [[πρόσχημα]] HDT en apparence.<br />'''Étymologie:''' [[προέχω]]. | |||
}} | }} |