προσμάχομαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσμάχομαι''': [ᾰ], μέλλ. -μαχέσομαι, Ἀττ. -μαχοῦμαι· ἀποθ. Μάχομαι [[ἐναντίον]] τινός, τινι Πλάτ. Νόμ. 647C, 830A, Πολύβ. 1. 28, 9· [[μάλιστα]], [[προσβάλλω]] [[πάλιν]], ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 7· τοῖς τείχεσι Πλουτ. Δημήτρ. 33· πρ. κατὰ τὰς κλίμακας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 7.
|lstext='''προσμάχομαι''': [ᾰ], μέλλ. -μαχέσομαι, Ἀττ. -μαχοῦμαι· ἀποθ. Μάχομαι [[ἐναντίον]] τινός, τινι Πλάτ. Νόμ. 647C, 830A, Πολύβ. 1. 28, 9· [[μάλιστα]], [[προσβάλλω]] [[πάλιν]], ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 7· τοῖς τείχεσι Πλουτ. Δημήτρ. 33· πρ. κατὰ τὰς κλίμακας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />combattre contre, s’élancer contre, donner l’assaut à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μάχομαι]].
}}
}}