πρῳρεύς: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρῳρεύς''': έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατὰ τὴν πρῷραν πλοίου ἀγρυπνῶν [[ναύτης]] ἢ ἀξιωματικὸς ὡς ὁ [[κυβερνήτης]] κατὰ τὴν πρύμναν (πρβλ. [[πρῳράτης]]), «[[σκοπός]]», Ξεν. Ἀν. 5. 8, 20, Οἰκ. 8. 14, Δημ. 884. 5, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 2, κτλ.· - παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομά τινος ἐκ τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 113, πρβλ. [[Πρυμνεύς]].
|lstext='''πρῳρεύς''': έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατὰ τὴν πρῷραν πλοίου ἀγρυπνῶν [[ναύτης]] ἢ ἀξιωματικὸς ὡς ὁ [[κυβερνήτης]] κατὰ τὴν πρύμναν (πρβλ. [[πρῳράτης]]), «[[σκοπός]]», Ξεν. Ἀν. 5. 8, 20, Οἰκ. 8. 14, Δημ. 884. 5, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 2, κτλ.· - παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομά τινος ἐκ τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 113, πρβλ. [[Πρυμνεύς]].
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />commandant de l’avant d’un navire, timonier, second du [[κυβερνήτης]].<br />'''Étymologie:''' [[πρῴρα]].
}}
}}