3,273,735
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σειρᾱφόρος''': Ἰων. σειρηφ-, ον, ὁ διὰ σχοινίου ὁδηγούμενος, [[κάμηλος]] Ἡρόδ. 3. 102. 2) [[σειραφόρος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ, [[ἵππος]] σύρων τὴν ἅμαξαν μόνον διὰ τοῦ σχοινίου (ἢ ἱμάντος) ὤν προσδεδεμένος πλαγίως παρὰ τοὺς συνήθεις δύο ἵππους τοὺς ὑπὸ τὸν ζυγὸν (οἱ ζύγιοι), καὶ παρατρέχων αὐτοῖς, [[ὥστε]] τὸ [[σειραφόρος]] λαμβάνεται καὶ μεταφορικῶς ὁτὲ μὲν ἐπὶ βοηθοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 842· ὁτὲ δὲ ἐπὶ ἔχοντος ἐλαφρὸν καὶ εὔκολον [[ἔργον]], [[αὐτόθι]] 1640, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1300. - Ἡ [[συνήθης]] [[ἅμαξα]] εἶχε δύο ζυγίους, ἡ δὲ [[τέθριππος]] εἶχε δύο ζυγίους καὶ δύο σειραφόρους, ― Πρβλ. [[σειραῖος]], [[παράσειρος]], δεξιόσειρος, [[παρήορος]]. ΙΙ ὁ φέρων βρόχον, ἴδε σειρὰ Ι. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραφόρον· ἡγεμονικόν, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν δεξιοσείρων ἵππων». | |lstext='''σειρᾱφόρος''': Ἰων. σειρηφ-, ον, ὁ διὰ σχοινίου ὁδηγούμενος, [[κάμηλος]] Ἡρόδ. 3. 102. 2) [[σειραφόρος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ, [[ἵππος]] σύρων τὴν ἅμαξαν μόνον διὰ τοῦ σχοινίου (ἢ ἱμάντος) ὤν προσδεδεμένος πλαγίως παρὰ τοὺς συνήθεις δύο ἵππους τοὺς ὑπὸ τὸν ζυγὸν (οἱ ζύγιοι), καὶ παρατρέχων αὐτοῖς, [[ὥστε]] τὸ [[σειραφόρος]] λαμβάνεται καὶ μεταφορικῶς ὁτὲ μὲν ἐπὶ βοηθοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 842· ὁτὲ δὲ ἐπὶ ἔχοντος ἐλαφρὸν καὶ εὔκολον [[ἔργον]], [[αὐτόθι]] 1640, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1300. - Ἡ [[συνήθης]] [[ἅμαξα]] εἶχε δύο ζυγίους, ἡ δὲ [[τέθριππος]] εἶχε δύο ζυγίους καὶ δύο σειραφόρους, ― Πρβλ. [[σειραῖος]], [[παράσειρος]], δεξιόσειρος, [[παρήορος]]. ΙΙ ὁ φέρων βρόχον, ἴδε σειρὰ Ι. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραφόρον· ἡγεμονικόν, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν δεξιοσείρων ἵππων». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui porte une corde, <i>càd</i> conduit au moyen d’une corde (chameau) ; ὁ [[σειραφόρος]] ([[ἵππος]]) cheval attelé avec une longe à côté des deux timonniers (<i>cf. lat.</i> funalis equus) ; <i>fig.</i> compagnon, ami fidèle.<br />'''Étymologie:''' [[σειρά]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |