3,277,121
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκαλμός''': ὁ, τὸ [[ξύλον]] ἢ [[πασσαλίσκος]] πρὸς ὃν παρ’ Ἕλλησιν ἡρμοζετο ἡ [[κώπη]] διὰ τοῦ τροπωτῆρος, «[[σκαρμός]]», Λατιν. scalmus, paxillus, Ὕμν. Ὁμ. 6. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 376, Εὐρ. Ἑλ. 1598, Ι. Τ. 1347· [[ὑπομόχλιον]] ὁ σκ. γίνεται Ἀριστ. Μηχαν. 4, 1. ΙΙ. σκ. [[θρανίτης]], [[κάθισμα]] ἐρετῶν, Πολύβ. 16. 3, 4. | |lstext='''σκαλμός''': ὁ, τὸ [[ξύλον]] ἢ [[πασσαλίσκος]] πρὸς ὃν παρ’ Ἕλλησιν ἡρμοζετο ἡ [[κώπη]] διὰ τοῦ τροπωτῆρος, «[[σκαρμός]]», Λατιν. scalmus, paxillus, Ὕμν. Ὁμ. 6. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 376, Εὐρ. Ἑλ. 1598, Ι. Τ. 1347· [[ὑπομόχλιον]] ὁ σκ. γίνεται Ἀριστ. Μηχαν. 4, 1. ΙΙ. σκ. [[θρανίτης]], [[κάθισμα]] ἐρετῶν, Πολύβ. 16. 3, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cheville où l’on fixe la rame au plat-bord du navire.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]]. | |||
}} | }} |