σιγμός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιγμός''': ὁ, ([[σίζω]]) τὸ σίζειν, [[σύριγμα]], ἢ συριστικὸς [[ἦχος]], οἷος ὁ τῶν χελωνῶν,· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9· ὡς [[σημεῖον]], Πλούτ. 2. 593Β· παρὰ τοῖς γραμματ., ἐπὶ συριστικῶν γραμμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 102.
|lstext='''σιγμός''': ὁ, ([[σίζω]]) τὸ σίζειν, [[σύριγμα]], ἢ συριστικὸς [[ἦχος]], οἷος ὁ τῶν χελωνῶν,· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9· ὡς [[σημεῖον]], Πλούτ. 2. 593Β· παρὰ τοῖς γραμματ., ἐπὶ συριστικῶν γραμμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 102.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sifflement.<br />'''Étymologie:''' [[σίζω]].
}}
}}