σίλουρος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίλουρος''': [ῐ], ὁ, [[ποτάμιος]] ἰχθύς, Λατ. silurus· ἦτο τοσοῦτον [[μέγας]] [[ὥστε]] ἵπποι ἢ βόες ἔπρεπε νὰ σύρωσι αὐτὸν ἔξω, Αἰλ. π. Ζ. 14. 25· ― «μερσίνι» (;) Διόδωρ. ἐν «Ἐπικληρ.» 1. 36, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε, Ἰουβενάλ. 4. 33.
|lstext='''σίλουρος''': [ῐ], ὁ, [[ποτάμιος]] ἰχθύς, Λατ. silurus· ἦτο τοσοῦτον [[μέγας]] [[ὥστε]] ἵπποι ἢ βόες ἔπρεπε νὰ σύρωσι αὐτὸν ἔξω, Αἰλ. π. Ζ. 14. 25· ― «μερσίνι» (;) Διόδωρ. ἐν «Ἐπικληρ.» 1. 36, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε, Ἰουβενάλ. 4. 33.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />silure, <i>grand poisson de rivière</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG *σιλός et [[οὐρά]].
}}
}}