σταυρός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σταυρός''': ὁ, [[ὄρθιος]] [[πάσσαλος]] ἢ [[ξύλον]] [[μακρόν]], σταυροὺς ἐκτὸς ἕλασσε διαμπερὲς [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] πυκνοὺς καὶ θαμέας Ὀδ. Ξ. 11, πρβλ. Ἰλ. Ω. 453, Θουκ. 4. 90, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 21· ἐπὶ πασσάλων ἐμπεπηγμένων [[ὅπως]] χρησιμεύωσιν ἀντὶ θεμελίου, Ἡρόδ. 5.16, Θουκ. 7. 25· πρβλ. [[σταύρωμα]]. ΙΙ. δύο ξύλα [[σταυροειδῶς]] προσηρμοσμένα, [[οἷον]] τὸ Ρωμαϊκὸν [[ὄργανον]] θανατώσεως, Διόδ. 2. 18, πρβλ. Πλούτ. 2.554Α· ἐπὶ τὸν στ. ἀπάγεσθαι Λουκ. Περεγρ. 34· στ. λαμβάνειν, αἴρειν, βαστάζειν, μεταφορ. ἐπὶ ἑκουσίων παθημάτων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 38, κατὰ Λουκ. θ΄, 23, ιδ΄, 27· τὸ [[σχῆμα]] [[αὐτοῦ]] παρίσταται διὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ γράμματος τ, Λουκ. Δίκη Φων. 12, πρβλ. [[σταυρωτός]]· - [[ὡσαύτως]] [[πάσσαλος]] ἢ [[σκόλοψ]] πρὸς ἀνασκολόπισιν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 17. 2) τὸ [[σημεῖον]] τοῦ σταυροῦ ὡς σφραγὶς εἰς συμβόλαια, ὁμόλογα, κτλ., Βυζ. 3) τὸ [[σκῆπτρον]] τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Βυζ. 4) διακριτικόν τι [[σημεῖον]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, Böckh εἰς Σχολ. Πινδ. σ. 3. (Ἡ √ΣΤΑ, ἵστημι· πρβλ. Σανσκρ. sthâv-aras ([[σταθερός]])· Ζενδ. stav-ra (strong)· Λατ. stiv-a, in-stau-ro· Γοτθ. stiur-jan (ἱστάναι, διαβεβαιοῦσθαι).)
|lstext='''σταυρός''': ὁ, [[ὄρθιος]] [[πάσσαλος]] ἢ [[ξύλον]] [[μακρόν]], σταυροὺς ἐκτὸς ἕλασσε διαμπερὲς [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] πυκνοὺς καὶ θαμέας Ὀδ. Ξ. 11, πρβλ. Ἰλ. Ω. 453, Θουκ. 4. 90, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 21· ἐπὶ πασσάλων ἐμπεπηγμένων [[ὅπως]] χρησιμεύωσιν ἀντὶ θεμελίου, Ἡρόδ. 5.16, Θουκ. 7. 25· πρβλ. [[σταύρωμα]]. ΙΙ. δύο ξύλα [[σταυροειδῶς]] προσηρμοσμένα, [[οἷον]] τὸ Ρωμαϊκὸν [[ὄργανον]] θανατώσεως, Διόδ. 2. 18, πρβλ. Πλούτ. 2.554Α· ἐπὶ τὸν στ. ἀπάγεσθαι Λουκ. Περεγρ. 34· στ. λαμβάνειν, αἴρειν, βαστάζειν, μεταφορ. ἐπὶ ἑκουσίων παθημάτων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 38, κατὰ Λουκ. θ΄, 23, ιδ΄, 27· τὸ [[σχῆμα]] [[αὐτοῦ]] παρίσταται διὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ γράμματος τ, Λουκ. Δίκη Φων. 12, πρβλ. [[σταυρωτός]]· - [[ὡσαύτως]] [[πάσσαλος]] ἢ [[σκόλοψ]] πρὸς ἀνασκολόπισιν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 17. 2) τὸ [[σημεῖον]] τοῦ σταυροῦ ὡς σφραγὶς εἰς συμβόλαια, ὁμόλογα, κτλ., Βυζ. 3) τὸ [[σκῆπτρον]] τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Βυζ. 4) διακριτικόν τι [[σημεῖον]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, Böckh εἰς Σχολ. Πινδ. σ. 3. (Ἡ √ΣΤΑ, ἵστημι· πρβλ. Σανσκρ. sthâv-aras ([[σταθερός]])· Ζενδ. stav-ra (strong)· Λατ. stiv-a, in-stau-ro· Γοτθ. stiur-jan (ἱστάναι, διαβεβαιοῦσθαι).)
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> pieu pour une palissade, palissade ; pieu pour fondement d’une construction;<br /><b>II.</b> instrument de supplice, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> pal;<br /><b>2</b> poteau pour y clouer les condamnés ; <i>particul.</i> poteau avec une traverse, croix.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]].
}}
}}