στραγγουρία: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στραγγουρία''': ἡ, ([[οὐρέω]]) [[ἐπίσχεσις]] τῶν οὔρων ([[ὅταν]] [[ταῦτα]] πίπτωσι κατὰ σταγόνας), «[[δυσουρία]]» Ἡσύχ., Ἱππ. Ἀφ. 1247, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 810, Πλάτ. Ἐπιστ. 358Ε· - καὶ στραγγουρέω, [[πάσχω]] ἐκ στραγγουρίας, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοτ. Δυν. 38· [[ὡσαύτως]] στραγγουριάω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 616, Πλάτ. Νόμ. 916Α.
|lstext='''στραγγουρία''': ἡ, ([[οὐρέω]]) [[ἐπίσχεσις]] τῶν οὔρων ([[ὅταν]] [[ταῦτα]] πίπτωσι κατὰ σταγόνας), «[[δυσουρία]]» Ἡσύχ., Ἱππ. Ἀφ. 1247, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 810, Πλάτ. Ἐπιστ. 358Ε· - καὶ στραγγουρέω, [[πάσχω]] ἐκ στραγγουρίας, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοτ. Δυν. 38· [[ὡσαύτως]] στραγγουριάω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 616, Πλάτ. Νόμ. 916Α.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />strangurie, maladie de ceux qui n’urinent que goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στράγξ]], [[οὐρέω]].
}}
}}