3,272,968
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπαίρω''': σπασμωδικῶς κινοῦμαι, «σπαρταρῶ», [[σφαδάζω]], ἀγρυπνῶ, [[τρέμω]], τινάσσομαι, ἐπὶ θνήσκοντος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 3, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 874, Ἀνθ. Π. 6. 30, κτλ.· συχνότερον [[μετὰ]] προθετικοῦ α, [[ἀσπαίρω]], ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ προκύπτει καὶ τὸ [[σπαράσσω]]· πρβλ. Σανσκρ. sphar, sphur-âmi (mico, tremo)· Ζενδ. spar (gradior)· - ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ [[σπείρω]] ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· πρβλ. καὶ τὸ [[πάλλω]]. -Καθ’Ἡσύχ.: «σπαίρει· ἅλλεται, σκιρτᾶ, πηδᾶ. σκορπίζει», καὶ «σπαιρόντων· τὴν ψυχὴν ἐκπνεόντων». | |lstext='''σπαίρω''': σπασμωδικῶς κινοῦμαι, «σπαρταρῶ», [[σφαδάζω]], ἀγρυπνῶ, [[τρέμω]], τινάσσομαι, ἐπὶ θνήσκοντος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 3, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 874, Ἀνθ. Π. 6. 30, κτλ.· συχνότερον [[μετὰ]] προθετικοῦ α, [[ἀσπαίρω]], ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ προκύπτει καὶ τὸ [[σπαράσσω]]· πρβλ. Σανσκρ. sphar, sphur-âmi (mico, tremo)· Ζενδ. spar (gradior)· - ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ [[σπείρω]] ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· πρβλ. καὶ τὸ [[πάλλω]]. -Καθ’Ἡσύχ.: «σπαίρει· ἅλλεται, σκιρτᾶ, πηδᾶ. σκορπίζει», καὶ «σπαιρόντων· τὴν ψυχὴν ἐκπνεόντων». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />palpiter, s’agiter convulsivement.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, agiter ; cf. [[σπείρω]]. | |||
}} | }} |